Παλαιότερα και φθηνότερα σπίτια αγοράζουν οι Ελληνες
Σύµφωνα µε τα στοιχεία αγοραπωλησιών ακινήτων, τα ακίνητα τα οποία µπορούν να προσφέρουν υπεραξίες συγκεντρώνουν το υψηλότερο αγοραστικό ενδιαφέρον. Οπως προκύπτει, σε πολλές περιπτώσεις µε την αγορά κατοικίας δεν εξυπηρετείται µόνο η ανάγκη στέγασης αλλά και οι νέες ανάγκες που προέκυψαν από τα «υβριδικά» µοντέλα εργασίας και τον νέο τρόπο ζωής τα δύο τελευταία χρόνια λόγω της πανδηµίας.
Ειδικότερα, έξι στους δέκα αγοραστές προτιμούν κατοικίες ηλικίας άνω των 20 ετών, προσιτού κόστους, µέσω των οποίων είναι εφικτή η αποκόµιση µελλοντικών υπεραξιών. Στην Αττική, το 80% των ακινήτων που πωλήθηκαν το προηγουμενο διάστημα ήταν παλαιά άνω της 20ετίας, σε αντίθεση µε τα νεόδµητα και τα νέα (έως πενταετίας) που δεν κατάφεραν να κερδίσουν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον των αγοραστών. Ακόμη, το 80% των πωληθέντων ακινήτων ήταν κατοικίες. Τα οικόπεδα - αγροτεµάχια έφτασαν στο 10% του συνόλου των αγοραπωλησιών, ενώ 10% ήταν το ποσοστό για τα επαγγελµατικά ακίνητα.
Τα στοιχεία αυτά δεν λαμβάνουν υπόψη συναλλαγές που γίνονται στη βάση κινήτρων που έχει δώσει η κυβέρνηση.
Την ίδια ώρα, με ταχείς ρυθμούς εξελίσσεται η εφαρμογή του προγράμματος «Σπίτι μου», για τη χορήγηση άτοκων και χαμηλότοκων στεγαστικών δανείων αγοράς κατοικίας, καθώς 1.442 νέοι και νέα ζευγάρια είχαν ήδη εγκεκριμένο δάνειο και είχαν βρει το ακίνητο που θα αγοράσουν (την προηγούμενη εβδομάδα ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 1.000).
Οι συνολικά ωφελούμενοι του προγράμματος είναι 10.000 καθώς τα δάνεια που μπορούν να δοθούν στην πρώτη φάση του προγράμματος, όπως είχε ήδη ανακοινωθεί είναι περίπου 5.000. Επιπλέον, η ζήτηση για στεγαστικά δάνεια του προγράμματος είναι ήδη τετραπλάσια σε σχέση με τα διαθέσιμα κεφάλαια.
Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν ότι οι όροι του προγράμματος ανταποκρίνονται στα δεδομένα της αγοράς ακινήτων, καθώς υπάρχουν διαθέσιμες κατοικίες που καλύπτουν τις προδιαγραφές αξίας και παλαιότητας, αλλά και τις δυνατότητες των δανειοληπτών.