Τι μήνυμα στέλνει στα οικονομικά επιτελεία των κομμάτων η «καρατόμηση» Κατρούγκαλου
Η καρατόμηση Κατρούγκαλου μετά την αναφορά σε συντελεστή 20% επί του εισοδήματος των ελεύθερων επαγγελματιών, για τον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών ως απότοκο των αντιδράσεων που προκάλεσε, κατέδειξε πως οι επιχειρήσεις και οι επαγγελματίες δεν θα ανεχθούν σε εποχές κανονικότητας (μη μνημονιακές) να αναβιώσουν τραυματικές πολιτικές που τους οδήγησαν στο παρελθόν σε αιματηρές θυσίες.
Άλλωστε τα προγράμματα της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ έχουν δομηθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αναβιώνουν δυσάρεστες μνήμες του πρόσφατου παρελθόντος
Ο ΣΥΡΙΖΑ ποντάρει στις πολιτικές για τον έλεγχο της ακρίβειας, την ενίσχυση των μισθών και σε μέτρα κοινωνικής πολιτικής, ενώ σήμα στήριξης σε μεσαία εισοδηματικά στρώματα, επιχειρεί να στείλει με το πρόγραμμά της η Νέα Δημοκρατία.
Δημόσιοι υπάλληλοι και συνταξιούχοι είναι, πάντως, προσφιλείς στόχοι και των δύο κομμάτων. Η Νέα Δημοκρατία υπόσχεται νέο μισθολόγιο δημοσίων υπαλλήλων, με κόστος 500 εκατ. ευρώ, ο ΣΥΡΙΖΑ τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, με σχεδόν τριπλάσιο κόστος 1,3 δισ. ευρώ. Στους συνταξιούχους η κυβέρνηση δεσμεύεται ότι θα δώσει τις αυξήσεις που προβλέπει ο νόμος, δηλαδή ίσες με τον μέσο όρο του πληθωρισμού και της αύξησης του ΑΕΠ, κάτι που εκτιμάται ότι θα κοστίσει 1,1 δισ. ευρώ το 2026.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται υπερδιπλάσιο ποσό: αναδρομικά σε 3 δόσεις (με συνολικό κόστος 2,5 δισ. ευρώ και ετήσιο 830 εκατ. ευρώ), 13η σύνταξη με κόστος 830 εκατ. ευρώ, αύξηση συντάξεων ύψους 600 εκατ. ευρώ (η κυβέρνηση λέει ότι το κόστος θα είναι 1,1 δισ. ευρώ, δεδομένου και ότι δεν θα λαμβάνεται υπόψη η προσωπική διαφορά, όπως έχει εξαγγείλει ο ΣΥΡΙΖΑ).
Σημείο συνάντησης των δύο κομμάτων είναι, επίσης, η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος. Τα άλλα μέτρα της σημερινής κυβέρνησης είναι σχετικά περιορισμένου κόστους, αν και όλο και κάποια νέα παροχή προσθέτει, εκεί που θεωρούσαμε ότι είχε τελειώσει με τις εξαγγελίες. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ακόμη δύο ογκόλιθους: τη μείωση του ΕΦΚ καυσίμων, κόστους 1,5 δισ. ευρώ (στην κυβέρνηση λένε ότι το κόστος είναι 2 δισ. ευρώ) και τη μείωση ΦΠΑ στα τρόφιμα 960 εκατ. ευρώ (στην κυβέρνηση λένε ότι είναι 1,5 δισ. ευρώ).
Η κυβέρνηση έχει ταχθεί κατ’ επανάληψη κατά των μέτρων αυτών με το επιχείρημα ότι το όφελος θα χαθεί σε μεγάλο βαθμό στην εφοδιαστική αλυσίδα και δεν θα επωφεληθεί ο καταναλωτής και ότι το μέτρο δεν είναι στοχευμένο, αφού επωφελούνται εξίσου πλούσιοι και φτωχοί.