Μειώθηκε ο χρόνος εξόφλησης των τιμολογίων στην Ελλάδα
Σύμφωνα με όσα αναφέρει το βαρόμετρο της εταιρείας ασφάλισης πιστώσεων Atradius για τις πρακτικές στις πληρωμές, το 63% της συνολικής αξίας των τιμολογίων πληρώθηκε εγκαίρως έναντι 51% το 2022 και το 35% ήταν ληξιπρόθεσμο έναντι 45%. Καθοριστικό ρόλο, βεβαίως, διαδραμάτισε η αυστηροποίηση των όρων συναλλαγής. Κατ’ αρχάς ο μέσος χρόνος εξόφλησης που δίνεται είναι 36 ημέρες από την έκδοση του τιμολογίου, χρόνος μειωμένος κατά δύο εβδομάδες από ό,τι ίσχυε πέρυσι.
Πάντως, παρά την όποια βελτίωση, στην Ελλάδα καταγράφεται το μικρότερο ποσοστό, 55% έναντι 75% στη Δυτική Ευρώπη, των επιχειρήσεων που δηλώνουν ότι οι πληρωμές γίνονται μέσα σε 30 ημέρες. Το 43% δηλώνει ότι γίνονται σε διάστημα 31-60 ημερών, 1% από 61 ημέρες έως τρεις μήνες και 1% ότι γίνονται με καθυστέρηση άνω των τριών μηνών.
Ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις λαμβάνουν προληπτικά μέτρα, όπως είναι ο έλεγχος της πιστοληπτικής ικανότητας των πελατών τους και η αφιέρωση περισσότερων πόρων, χρόνου και προσωπικού για το «κυνήγι» των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Από την άλλη, πάντως, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές μπορεί να έχουν συνέπειες στην επιχείρηση που περιμένει να εισπράξει, όπως το να καθυστερεί αυτή με τη σειρά της να πληρώσει το προσωπικό και τους λογαριασμούς της και να αναστέλλει επενδύσεις. Το 47%, πάντως, των επιχειρήσεων στην Ελλάδα σκέφτεται πλέον πολύ πιο σοβαρά το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει το εργαλείο της ασφάλισης πιστώσεων προκειμένου να μειώσει την έκθεσή τους στις επισφάλειες.
Στο πλαίσιο της έρευνας της Atradius εξετάζονται και οι προβλέψεις των επιχειρήσεων για την οικονομική τους κατάσταση. Ετσι το 66% αναμένει το επόμενο δωδεκάμηνο να βελτιωθεί ο κύκλος εργασιών του με το 27% να μην αναμένει καμία αλλαγή και το 7% να εκτιμά ότι θα μειωθούν οι πωλήσεις. Το 57% αναμένει αύξηση των περιθωρίων κέρδους, ενώ το 45% εκτιμά ότι θα βελτιωθούν και οι συνθήκες στις συναλλαγές μεταξύ των επιχειρήσεων.
Σε ό,τι αφορά τέλος την επίδραση από τον πληθωρισμό, το 32% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα υποστηρίζει ότι έχει συνέπειες στο κόστος τήρησης των αποθεμάτων, το 27% στο κόστος παραγωγής, το 18% στη ζήτηση, το 12% στο κόστος δανεισμού και το 8% στο κόστος εργασίας.