Αυξάνονται οι δανειολήπτες που προχωρούν σε αλλαγή των όρων του στεγαστικού τους δανείου
Αν και οι τράπεζες έχουν «παγώσει» έως τον Μάρτιο 2024 τα επιτόκια στο επίπεδο του Μαρτίου 2023, οι δανειολήπτες ανησυχούν ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν υψηλά και δεν θα υποχωρήσουν εντός του 2024.Έτσι, σημειώνεται μια τάση μετατροπής των στεγαστικών δανείων που είχαν συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο σε σταθερό επιτόκιο μεγάλης διάρκειας.
Η αγωνία συντηρείται καθώς όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια, αλλά και ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό,τι είχε αρχικά προβλεφθεί. Σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις, κατά τη σημερινή συνεδρίαση του διοικητικού της συμβουλίου η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε μία ακόμη αύξηση των επιτοκίων, ενώ ανοιχτό παραμένει το ενδεχόμενο μιας νέας κίνησης εντός του Ιουλίου.
Οι προβλέψεις αυτές, σε συνδυασμό με τη διατήρηση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη στο 7% με βάση τα στοιχεία του Απριλίου, συντηρούν τις ανησυχίες για διατήρηση των υψηλών επιτοκίων όχι μόνο για το 2023, αλλά και για τον επόμενο χρόνο. Ετσι, παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες εφαρμόζουν πρόγραμμα «παγώματος» των επιτοκίων στα υφιστάμενα στεγαστικά δάνεια στα επίπεδα του Μαρτίου έως και τον Μάρτιο 2024, η ανησυχία ωθεί σημαντική μερίδα των δανειοληπτών σε κινήσεις μετατροπής των συμβάσεων από κυμαινόμενα σε σταθερά.
Η τάση αυτή, αν και δεν έχει λάβει μαζικό χαρακτήρα, εκδηλώνεται εντονότερα σε σχέση με προηγούμενους μήνες και τα αιτήματα μετατροπής των συμβάσεων που καταφθάνουν στα τραπεζικά καταστήματα είναι σημαντικά αυξημένα το τελευταίο διάστημα. Σε αρκετές περιπτώσεις η πρωτοβουλία ενημέρωσης των δανειοληπτών για τη δυνατότητα μετατροπής των υφιστάμενων κυμαινόμενων επιτοκίων σε σταθερά ανήκει στις τράπεζες, αλλά, σύμφωνα με πληροφορίες, υψηλό είναι το ενδιαφέρον από τους ίδιους τους δανειολήπτες και ειδικά εκείνους που έχουν πάρει στεγαστικό δάνειο την περίοδο μετά το 2011 έως και το 2019, οι οποίοι και επιβαρύνονται με υψηλό περιθώριο (spread) που είχε φτάσει ακόμη και πάνω από το 4%.
Σημειώνεται ότι για τους τολμηρούς που επιχείρησαν την αγορά κατοικίας την περίοδο εκείνη τα επιτόκια αυτά δεν έδειχναν απαγορευτικά, καθώς εφαρμόζονταν σε αρνητικό euribor και έτσι το τελικό επιτόκιο φαινόταν προσιτό. Πλέον, μετά την άνοδο του euribor πάνω από το 3,5%, το μέσο επιτόκιο γι’ αυτά τα δάνεια ξεπερνάει σε κάποιες περιπτώσεις και το 7%, ενώ ακόμη και μετά το «πάγωμα» των επιτοκίων από τις τράπεζες, το επιτόκιο γι’ αυτήν την κατηγορία των οφειλετών διαμορφώνεται πάνω από 6%. Ετσι, για ένα δάνειο π.χ. 100.000 ευρώ διάρκειας 20 ετών, που είχε συμφωνηθεί με περιθώριο 3,5%, η επιβάρυνση από την άνοδο του euribor στο 2,80% (σε αυτό το επίπεδο έχουν «κλειδώσει» οι τράπεζες τα επιτόκια για τους συνεπείς δανειολήπτες) υπολογίζεται στα 160 ευρώ τον μήνα ή στα 1.920 ευρώ τον χρόνο.
Οι τράπεζες, αντιλαμβανόμενες την πίεση που δέχονται οι δανειολήπτες αλλά και τον κίνδυνο κάποια από αυτά τα δάνεια να κοκκινίσουν, δίνουν τη δυνατότητα μετατροπής αυτών των συμβάσεων σε σταθερού επιτοκίου, χωρίς κόστος ή με ελάχιστη επιβάρυνση που δεν ξεπερνάει τα 100 ευρώ. Προϋπόθεση είναι τα δάνεια αυτά να εξυπηρετούνται κανονικά, δηλαδή να μην έχουν ρυθμιστεί μέχρι σήμερα λόγω καθυστέρησης, ενώ μετά τη λήξη της σταθερής διάρκειας που θα επιλέξει ο δανειολήπτης, το επιτόκιο μετατρέπεται ξανά σε κυμαινόμενο με βάση το περιθώριο που είχε συμφωνηθεί αρχικά.