Η αύξηση των επιτοκίων δεν περνά στις καταθέσεις
Η εκτίμηση αυτή περιλαμβάνεται σε έκθεση της DBRS Morningstar, έπειτα από ανάλυση της δομής των καταθέσεων 63 μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών, δηλαδή της εξάρτησης από καταθέσεις ιδιωτών, αλλά και του βαθμού ευαισθησίας σε μη εξασφαλισμένες καταθέσεις. Οπως παρατηρεί η DBRS, «οι τράπεζες με υψηλή εξάρτηση από καταθέσεις λιανικής σε συνδυασμό με χαμηλή βάση σταθερών καταθέσεων (καταθέσεις που δεν ασφαλίζονται από συστήματα εγγύησης καταθέσεων) παρουσιάζουν υψηλότερο κίνδυνο πιέσεων στο κόστος χρηματοδότησης τα επόμενα τρίμηνα.
Oι ελληνικές τράπεζες κατατάσσονται μεταξύ αυτών που έχουν αυξημένη ευαισθησία, αλλά χαμηλό βαθμό πίεσης, καθώς –παρά το γεγονός ότι εξαρτώνται σε ποσοστό περίπου 65% από καταθέσεις λιανικής– έχουν υψηλό δείκτη LCR (Liquidity Coverage Ratio), ο οποίος μετράει το ύψος των ρευστοποιούμενων περιουσιακών στοιχείων υψηλής ποιότητας που διαθέτουν για να καλύψουν εκροές ενός μηνός.
Τα επιτόκια καταθέσεων πελατών στην Ευρώπη αυξήθηκαν μόνο κατά 13% έναντι της μεταβολής του επιτοκίου euribor 12 μηνών κατά μέσον όρο από το τέλος του 2021, καταγράφοντας –σύμφωνα με την ανάλυση της DBRS– διαφορές μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών, που κυμαίνονται από 2% έως 23%. Οι ελληνικές τράπεζες απέδωσαν μόνο το 6% της ανόδου των επιτοκίων και μαζί με την Ισπανία (5%), την Πορτογαλία, την Ιρλανδία (4%) και την Κύπρο (μόλις 2%) κατατάσσονται στην κατηγορία των χωρών που μετακύλισαν μικρό μέρος της ανόδου του euribor στα επιτόκια καταθέσεων. Το υψηλότερο ποσοστό καταγράφει η Γαλλία (23%) και ακολουθούν η Αυστρία (17%), η Ολλανδία και η Φινλανδία (16%) και η Γερμανία (11%).
Υπενθυμίζεται ότι με βάση τα στοιχεία Απριλίου η Ελλάδα είναι:
• 4η φθηνότερη με επιτόκιο 1,22% σε ό,τι αφορά τις προθεσμιακές καταθέσεις νοικοκυριών με καθορισμένη διάρκεια έως 1 έτος.
• 3η φθηνότερη με επιτόκιο 1,89% σε ό,τι αφορά τις προθεσμιακές καταθέσεις επιχειρήσεων με καθορισμένη διάρκεια.
Οπως παρατηρεί η DBRS, «οι πελάτες-καταθέτες αντιδρούν ήδη και μεταφέρουν τα υπόλοιπα των καταθέσεων σε προϊόντα εκτός τραπεζικών ισολογισμών με αυξανόμενο ρυθμό.
Αυτό συμβαίνει στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε., αλλά γενικά είναι πιο οξυμένο σε εκείνες τις χώρες στις οποίες η μετακύλιση των επιτοκίων στους καταθέτες ήταν πιο περιορισμένη, όπως στην Ισπανία ή την Πορτογαλία. Θεωρούμε ότι οι τράπεζες της Ε.Ε. θα πιεστούν να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων τα επόμενα τρίμηνα, προκειμένου να σταματήσουν τις εκροές καταθέσεων, καθώς οι πελάτες συνεχίζουν να ζητούν προϊόντα υψηλότερης απόδοσης. Επιπλέον, οι συνθήκες ρευστότητας πρόκειται να επιδεινωθούν για τις τράπεζες της Ε.Ε., αν και από υψηλά επίπεδα, μετά την αποπληρωμή μεγάλων υπολοίπων κεντρικών τραπεζών που σχετίζονται με τις διευκολύνσεις TLTRO III, σημαντικό μέρος των οποίων πραγματοποιείται τον Ιούνιο του 2023», σημειώνει η DBRS.
Να σημειωθεί ότι οι εκροές καταθέσεων τον Απρίλιο του 2023 στην Ε.Ε. σε σχέση με το υψηλότερο επίπεδο φθάνουν το -1,13%, με το μεγαλύτερο ποσοστό απωλειών να καταγράφεται στην Πορτογαλία (-3,85%), στην Ισπανία (-3,79%), στη Φινλανδία (-3,32%), στην Ολλανδία (-3,29%), στην Ιταλία (-3,19%), ενώ η Ελλάδα ακολουθεί με -1,69%.
Η DBRS Morningstar σημειώνει ότι υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που εξηγούν τον διαφορετικό ρυθμό μετακύλισης των επιτοκίων στα επιτόκια καταθέσεων πελατών μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών. Ενας σημαντικός παράγοντας είναι το είδος των καταθέσεων πελατών και η δομή χρηματοδότησης των τραπεζών. Ως αποτέλεσμα, τα τραπεζικά συστήματα με μεγάλο ποσοστό «σταθερών» καταθέσεων λιανικής και καταθέσεις που διατηρούνται ως απόθεμα ρευστότητας ή για κεφάλαιο κίνησης, θα τείνουν να δέχονται μικρότερη πίεση για να μετακυλίσουν την αύξηση των επιτοκίων στο κόστος των καταθέσεων.
Σύμφωνα με έρευνα της Τράπεζας της Ισπανίας, που επικαλείται η DBRS για την «απότομη αύξηση του euribor και το κόστος των τραπεζικών καταθέσεων: διερεύνηση της μετακύλισης επιτοκίων και η εξισορρόπηση του χαρτοφυλακίου καταθέσεων», σημαντικοί παράγοντες που εξηγούν τη διαφορά στη μετακύλιση της αύξησης του euribor στα επιτόκια καταθέσεων είναι i) η πλεονάζουσα θέση ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος ή η χρήση της χρηματοδότησης από την Κεντρική Τράπεζα, καθώς και ii) η συγκέντρωση της αγοράς, καθώς περισσότερη ισχύς στην αγορά θα μπορούσε να μετριάσει τις αυξήσεις των επιτοκίων καταθέσεων.