Ο δικαστικός συμβιβασμός δεν επηρεάζει ανοικτές υποθέσεις φορολογικού ελέγχου
Ο δικαστικός συμβιβασμός συνιστά μια ειδικότερη μορφή επίλυσης της φορολογικής διαφοράς μέσω της επίτευξης συμφωνίας μεταξύ των αντιδίκων επί αυτής, με συνέπεια την κατάργηση της σχετικής εκκρεμούς δίκης.
Παλαιότερη νομολογία επιβεβαιώνει ότι τα πρακτικά του συμβιβασμού ισχύουν εφεξής για την υπόθεση, ως νέα διοικητική πράξη, χωρίς όμως ισχύ δεδικασμένου, αφού για την τελευταία απαραίτητο είναι να έχει προηγηθεί διάγνωση της διαφοράς από το δικαστήριο.
Σε σχετική υπόθεση ενώπιόν του, το ΣτΕ έκρινε ότι ο φορολογούμενος, όταν συμβιβάζεται δικαστικά για ζήτημα σχετικό με παράβαση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων αποδέχεται τις διαπιστώσεις του φορολογικού ελέγχου και την, βάσει αυτού, πράξη επιβολής εις βάρος του προστίμου, χωρίς αυτή η αποδοχή εκ μέρους του να οδηγεί και σε αποδοχή των αποτελεσμάτων του φορολογικού ελέγχου και σε συνάρτηση με τη φορολογία εισοδήματος ή ΦΠΑ, όπου τίθεται παρεμπιπτόντως το ζήτημα της στοιχειοθέτησης ή μη της σχετικής παράβασης του ΚΒΣ.
Τα ανωτέρω υπαγορεύονται και από τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και τις αρχές της σαφήνειας και προβλεψιμότητας των φορολογικών διατάξεων.
Το αποτέλεσμα είναι ότι, ο φορολογούμενος μπορεί να αμφισβητήσει, ενώπιον της Διοίκησης και των δικαστηρίων, το ως άνω ζήτημα, ως παρεμπίπτον, στο πλαίσιο διαφοράς αναφυόμενης στη φορολογία εισοδήματος ή ΦΠΑ, με δεδομένο επίσης ότι δέσμευση για το διοικητικό δικαστήριο προκύπτει μόνον από προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση, όπου το ζήτημα κρίθηκε με ισχύ δεδικασμένου.