Ανάπτυξη 2,2% προβλέπει για το 2023 η Τράπεζα της Ελλάδος
Ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με ρυθμό 2,2% το 2023 και 3% το 2024 προβλέπει η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική που υποβλήθηκε σήμερα από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στον πρόεδρο της Βουλής.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, η παρούσα Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική υποβάλλεται σε μια περίοδο κατά την οποία η παγκόσμια οικονομία, επιβαρυμένη από τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία, την ενεργειακή κρίση, τον υψηλό πληθωρισμό και την ταχεία αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής για την αντιμετώπισή του, οδεύει προς επιβράδυνση το 2023.
Η επιβράδυνση αναμένεται να είναι εντονότερη στις προηγμένες οικονομίες από ό,τι στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες. Οι μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες έχουν βοηθήσει στη συγκράτηση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό, αλλά ταυτόχρονα έχουν οδηγήσει, υπό την επίδραση και άλλων παραγόντων, σε μείωση των αναμενόμενων ρυθμών ανάπτυξης και επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών. Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική οικονομία διατήρησε σημαντικό μέρος του δυναμισμού της το 2022, αλλά και κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών του 2023.
Παράλληλα, και ο πληθωρισμός σημείωσε αξιόλογη επιβράδυνση, ήδη από το δ΄ τρίμηνο του προηγούμενου έτους, κυρίως λόγω της συνεχιζόμενης υποχώρησης των τιμών των ενεργειακών αγαθών. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2023 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,2%, λόγω της αναμενόμενης κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας στην ευρωζώνη και της εξομάλυνσης του ρυθμού αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης. Τα επόμενα έτη εκτιμάται ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να μεγεθύνεται με ρυθμούς υψηλότερους από αυτούς του δυνητικού προϊόντος, το επίπεδο του οποίου έχει ήδη υπερβεί. Πιο συγκεκριμένα, ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να διαμορφωθεί στο 3% το 2024 και στο 2,7% το 2025.
Οι επιδόσεις αυτές μπορούν να επιτευχθούν, υπό την προϋπόθεση ότι στο εξωτερικό περιβάλλον η γεωπολιτική κρίση θα έχει αποκλιμακωθεί, θα έχουν μειωθεί οι τιμές της ενέργειας και η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος θα έχει περιορισμένο αρνητικό αποτύπωμα στην οικονομία της ευρωζώνης. Οι υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης, ο υψηλός πληθωρισμός και η μεγαλύτερη φορολογική συμμόρφωση αποτέλεσαν καθοριστικούς παράγοντες για την επάνοδο σε πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα και την αξιοσημείωτη αποκλιμάκωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ το 2022, το οποίο, ωστόσο, παραμένει το υψηλότερο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το δεύτερο υψηλότερο διεθνώς.
Οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν οριοθετημένοι μεσοπρόθεσμα, υπό την προϋπόθεση ότι τα δημοσιονομικά μέτρα που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης έχουν προσωρινό χαρακτήρα και ότι αξιοποιούνται αποτελεσματικά οι ευρωπαϊκοί πόροι. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα εκτιμάται αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς η σταδιακή αναχρηματοδότηση του συσσωρευμένου χρέους προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο και στον κίνδυνο αγοράς, γεγονός που εξαλείφει τα περιθώρια δημοσιονομικής χαλάρωσης των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων.
Η σημαντική πρόοδος που έχει επιτευχθεί στην οικονομία, παρά τα προβλήματα που προκάλεσαν η πανδημία και η ενεργειακή κρίση, αντανακλάται στα χαμηλά περιθώρια των αποδόσεων των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου. Επιπλέον, η αναβάθμιση του Ελληνικού Δημοσίου, από δύο οίκους το 2022 και έναν ακόμη στις αρχές του 2023, έχει μειώσει την απόσταση από την επενδυτική κατηγορία. Επίσης, το Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2023 δύο οίκοι μετέβαλαν τις προοπτικές της πιστοληπτικής αξιολόγησης σε θετικές από σταθερές, γεγονός που προοιωνίζεται την αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Ο ετήσιος ρυθμός επέκτασης των τραπεζικών πιστώσεων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις επιβραδύνθηκε το πρώτο πεντάμηνο του 2023, ενώ παρά την υποχώρηση των τραπεζικών καταθέσεων, η ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων διατηρήθηκε σε ικανοποιητικά επίπεδα. Η αυστηροποίηση της κατεύθυνσης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής ήδη από το 2022 οδήγησε σε αυξήσεις των τραπεζικών επιτοκίων, ιδίως των επιτοκίων δανεισμού, από τα εγχώρια τραπεζικά ιδρύματα.
Οι τράπεζες ενίσχυσαν την οργανική τους κερδοφορία κατά το α΄ τρίμηνο του 2023, ενώ οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας βρίσκονται άνω του ελάχιστου ορίου. Ωστόσο, η αξιοσημείωτη βελτίωση της ποιότητας ενεργητικού τα τελευταία έτη δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εφησυχασμό, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) παραμένει σημαντικά υψηλότερος από το μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης.
Επισημαίνεται ότι, παρά τη μείωση του υπολοίπου των ΜΕΔ κατά τη διάρκεια του α΄ τριμήνου του 2023, παρατηρήθηκε καθαρή εισροή νέων ΜΕΔ σε όλα τα χαρτοφυλάκια δανείων, καθώς ο συνδυασμός αυξημένων επιτοκίων και πληθωρισμού φαίνεται ότι επηρέασε αρνητικά τη χρηματοοικονομική κατάσταση ορισμένων επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Στο προσεχές διάστημα, η εγχώρια οικονομική πολιτική θα λειτουργήσει σε ένα περιβάλλον όπου καθοριστικό ρόλο θα διαδραματίσουν οι ευρωπαϊκές εξελίξεις. Ειδικότερα, η νομισματική πολιτική αναμένεται να παραμείνει περιοριστική, προκειμένου να διασφαλιστεί η επιστροφή του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ στο 2% μεσοπρόθεσμα.
Το 2024 αναμένεται να τεθούν σε ισχύ οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες, οι οποίοι θα καταστήσουν αναγκαία την άρση των γενικευμένων μέτρων στήριξης και τον περιορισμό των δημόσιων δαπανών, με αποτέλεσμα την άσκηση περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής. Ωστόσο, η εγχώρια οικονομική πολιτική, πέρα από την τήρηση των ευρωπαϊκών κανόνων και την απαιτούμενη προσαρμογή στις διεθνείς και ευρωπαϊκές εξελίξεις, θα πρέπει πρωτίστως να επιδιώξει, αξιοποιώντας τους σημαντικούς πόρους των ευρωπαϊκών ταμείων, την επίτευξη υψηλών και διατηρήσιμων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, οι οποίοι διασφαλίζουν την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και την πραγματική σύγκλιση, παράλληλα με τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, τη βελτίωση των επιδόσεων του εγχώριου χρηματοπιστωτικού τομέα, την επαναφορά του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε αποδεκτά όρια, την επαναφορά του πληθωρισμού στο στόχο του 2% και την κοινωνική συνοχή.
Προϋπόθεση για τα ανωτέρω είναι η πραγματοποίηση μιας σειράς κρίσιμων μεταρρυθμίσεων και η αποτελεσματική χρήση των κονδυλίων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NextGenerationEU (NGEU) για την προώθηση της μετάβασης σε ένα βιώσιμο, εξωστρεφές και χωρίς αποκλεισμούς αναπτυξιακό υπόδειγμα, αυξάνοντας τις παραγωγικές επενδύσεις και προωθώντας περαιτέρω τον ψηφιακό και ενεργειακό μετασχηματισμό της οικονομίας. Οι δράσεις αυτές θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα της οικονομίας έναντι μελλοντικών διαταραχών καθώς και την αξιοπιστία της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, με αποτέλεσμα τη συνέχιση της αύξησης των ξένων άμεσων επενδύσεων και την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική κατηγορία.