Κατοικίες αξίας 497 εκατ. ευρώ αγόρασαν ξένοι επενδυτές στην Ελλάδα στο πρώτο τρίμηνο 2023
Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιέχονται στην έκθεση για τη νομισματική πολιτική, που δημοσίευσε χθες η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά τους πρώτους τρεις μήνες του 2023 εισέρρευσαν στη χώρα σχεδόν 497 εκατ. ευρώ, ποσό που είναι αυξημένο κατά 33% σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό τρίμηνο. Τότε είχαν επενδυθεί 374 εκατ. ευρώ.
Συνολικά το 2022 οι ξένες επενδύσεις στην αγορά ακινήτων ανήλθαν σε 2 δισ. ευρώ, μια αύξηση της τάξεως του 68%, που ταυτόχρονα αποτέλεσε και ιστορικό υψηλό.
Οπως όμως φαίνεται, είναι πολύ πιθανό ακόμη και το ποσό αυτό να ξεπεραστεί, καθώς έχουν πολλαπλασιαστεί οι επενδύσεις από πολίτες τρίτων χωρών που επιθυμούν να προλάβουν την προθεσμία που έχει δοθεί για την απόκτηση ακινήτων, με ελάχιστο όριο επένδυσης 250.000 ευρώ.
Υπενθυμίζεται ότι από την 1η Αυγούστου το όριο αυτό θα διπλασιαστεί σε 500.000 ευρώ στο κέντρο της Αθήνας, στα βόρεια και τα νότια προάστια, στη Μύκονο, στη Σαντορίνη και τον Δήμο Θεσσαλονίκης. Η αύξηση αυτή και το χρονικό περιθώριο που δόθηκε πυροδότησαν ένα «κύμα» αγορών στις παραπάνω περιοχές, κάτι που θα αποτυπωθεί και στα στοιχεία του δεύτερου τριμήνου του έτους.
Ηδη, με βάση την εικόνα που προκύπτει από το υπ. Μετανάστευσης, μόνο κατά τη διάρκεια των πρώτων τεσσάρων μηνών (Ιανουάριος - Απρίλιος) έχουν υποβληθεί 3.064 αιτήματα για τη χορήγηση αδειών παραμονής μόνιμου επενδυτή.
Πρόκειται για αριθμό που είναι αυξημένος κατά 155% σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό πρώτο τετράμηνο, όταν είχαν υποβληθεί 1.200 αιτήματα. Με βάση τις αιτήσεις του πρώτου τετραμήνου, προκύπτει ότι έχουν υλοποιηθεί αγοραπωλησίες ύψους τουλάχιστον 766 εκατ. ευρώ, όταν συνολικά το 2022 το αντίστοιχο μέγεθος (με βάση τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν) είχε ανέλθει σε 1,09 δισ. ευρώ.
Οπως αναφέρει η ΤτΕ, κατά τους πρώτους μήνες του 2023 η ελληνική αγορά ακινήτων συνεχίζει να καταγράφει υψηλούς ρυθμούς αύξησης των τιμών (14,5% κατά το πρώτο τρίμηνο σε πανελλαδικό επίπεδο και 11,7% συνολικά το 2022), ως αποτέλεσμα της έντονης ζήτησης και της περιορισμένης προσφοράς σύγχρονων ακινήτων. Μάλιστα, σύμφωνα με τη σχετική ανάλυση, «η χαμηλή προσφορά σύγχρονων ακινήτων οδηγεί σταδιακά στη διάχυση των αυξήσεων των τιμών προς ακίνητα χαμηλότερων τεχνικών προδιαγραφών».
Από την άλλη πλευρά, όμως, φαίνεται πως η αύξηση των επιτοκίων έχει αρχίσει να δημιουργεί και «αναχώματα» στις αυξήσεις των τιμών. Συγκεκριμένα, το συνολικό ύψος των νέων στεγαστικών δανείων μειώθηκε κατά 7,2% σε ετήσια βάση κατά το φετινό πρώτο τετράμηνο (Ιανουάριος - Απρίλιος), έναντι αύξησης 67,3% το αντίστοιχο περυσινό διάστημα. Παράλληλα, σημειώνεται μείωση της ζήτησης στεγαστικών δανείων για τέσσερα διαδοχικά τρίμηνα, έπειτα από δύο έτη συνεχούς αύξησης.
Η ΤτΕ καταλήγει στην ανάλυσή της, τονίζοντας ότι «η αγορά ακινήτων θα συνεχίσει να βρίσκεται υπό την πίεση του αυξημένου πληθωρισμού και των επιτοκίων, της περιορισμένης χρηματοδότησης, του υψηλού κόστους ενέργειας και υλικών και της ευρύτερης γεωπολιτικής αβεβαιότητας.
Οι συνθήκες αυτές, σε συνδυασμό με την καθοδική διόρθωση των αξιών που ήδη συντελείται διεθνώς, εκτιμάται ότι θα στρέψουν το επενδυτικό ενδιαφέρον προς βιώσιμες επενδύσεις και προς ακίνητα με χαμηλότερο κόστος λειτουργίας, μεγαλύτερη ευελιξία και επίπεδα ποιότητας που θα διασφαλίζουν την αποκόμιση εισοδήματος και υπεραξιών για μεγάλο χρονικό ορίζοντα. Η ελληνική αγορά ακινήτων, παρουσιάζοντας σημαντικές ιδιαιτερότητες σε σχέση με τις υπόλοιπες αγορές ακινήτων της Ευρώπης, εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να διατηρεί την ελκυστικότητά της, ειδικά για το υψηλών προδιαγραφών απόθεμά της».