Αργή η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, παρά τις αυξήσεις των επιτοκίων

Αν και οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού με τον ταχύτερο ρυθμό από τη δεκαετία του 1990, οι πληθωριστικές πιέσεις  δεν έχουν υποχωρήσει αρκετά.
INTIME

Ο βασικός δείκτης πληθωρισμού έχει αποκλιμακωθεί, αλλά οι κεντρικές τράπεζες εστιάζουν την προσοχή τους στον δομικό πληθωρισμό (που εξαιρεί το κόστος τροφίμων και ενέργειας), στις «σφιχτές» αγορές εργασίας και στις πιέσεις στον τομέα των υπηρεσιών, που αποτελούν ενδείξεις ότι οι τιμές θα συνεχίσουν να αυξάνονται για αρκετό καιρό ακόμη.

Οπως εξηγούν οι Financial Times, τα αποτελέσματα της νομισματικής πολιτικής καθυστερούν να φανούν, καθώς εκτιμάται πως απαιτούνται περίπου 18 μήνες για να φανεί ο αντίκτυπος μιας αύξησης επιτοκίων στα αγοραστικά μοτίβα και τις τιμές.

Υπενθυμίζεται ότι η Fed και η Τράπεζα της Αγγλίας ξεκίνησαν να αυξάνουν τα επιτόκια πριν από ενάμιση χρόνο, ενώ η ΕΚΤ λίγο αργότερα. Ωστόσο, μόλις πριν από μερικούς μήνες τα ανέβασαν πάνω από το 0%, βάζοντας ενεργά περιορισμούς στην οικονομία.

Ορισμένοι οικονομολόγοι πιστεύουν ότι αυτή τη φορά η καθυστέρηση ενδέχεται να είναι ακόμη μεγαλύτερη και ο αντίκτυπος της σύσφιγξης ηπιότερος. Υποστηρίζουν ότι η οικονομική ανάπτυξη είναι εντυπωσιακά ανθεκτική, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών, ο οποίος στηρίζει μεγάλο μέρος του ΑΕΠ στις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες.

Παράλληλα, η μακροπρόθεσμη μετάβαση από τη μεταποίηση προς τις υπηρεσίες, που απαιτούν λιγότερα κεφάλαια, μπορεί να συμβάλει στον ηπιότερο αντίκτυπο της σύσφιγξης στην οικονομία. Τέλος, οι διαρθρωτικές αλλαγές σε σημαντικούς τομείς, όπως οι αγορές κατοικίας και εργασίας, που έχουν σημειωθεί από τη δεκαετία του 1990, μπορεί να ευθύνονται για τα ηπιότερα αποτελέσματα.

Σύμφωνα με τους Financial Times, οι αλλαγές στην αγορά κατοικίας παίζουν σημαντικό ρόλο στην καθυστέρηση αυτή. Ειδικότερα, το ποσοστό των νοικοκυριών που ήδη έχουν ή ενοικιάζουν σπίτι έχει αυξηθεί σε πολλές χώρες. Από την άλλη πλευρά, όσοι αποπληρώνουν στεγαστικό είναι πλέον συνηθέστερο να έχουν σταθερό επιτόκιο απ’ ό,τι κυμαινόμενο, όπου οι αυξήσεις θα είχαν άμεση επίδραση στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.

Η πανδημία εξακολουθεί να καθορίζει τις τάσεις που επικρατούν στην αγορά εργασίας, σύμφωνα με τους Financial Times. Μεταξύ άλλων, οι ελλείψεις συνεχίζονται, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών, δίνοντας ώθηση στην αύξηση των μισθών και του πληθωρισμού.

Την περασμένη εβδομάδα η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, δήλωσε ότι οι επιχειρήσεις στον τομέα των υπηρεσιών ενδέχεται να προσλαμβάνουν περισσότερο κόσμο απ’ ό,τι χρειάζονται, φοβούμενες ότι θα αδυνατούν να βρουν κόσμο όταν υπάρξει μεγαλύτερη ανάπτυξη. Ο κλάδος αυτός μπορεί να είναι «περισσότερο θωρακισμένος από τα αποτελέσματα της σύσφιγξης σε σχέση με το παρελθόν».

Η αρχική εκτίμηση των αξιωματούχων ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει άμεσα καθυστέρησε τη λήψη αποφάσεων, καθιστώντας δυσκολότερη τη «μάχη» εναντίον των τιμών, οι οποίες στο μεταξύ επηρέασαν σχεδόν κάθε προϊόν και υπηρεσία.

Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών προειδοποίησε πέρυσι ότι εάν τα επιτόκια αυξηθούν λιγότερο απ’ όσο πρέπει ή εάν τα αποτελέσματα καθυστερήσουν πολύ, τότε ο υψηλός πληθωρισμός ενδέχεται να γίνει η νέα «κανονικότητα» για πολλές χώρες.

Ο κίνδυνος είναι ότι η επαναφορά στον στόχο του 2% ίσως απαιτεί την αύξηση του κόστους δανεισμού σε τόσο υψηλό σημείο, ώστε τελικά να διακυβεύεται η υγεία ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος.