Οι Ιάπωνες εγκαταλείπουν την προσήλωσή τους στα μετρητά λόγω πληθωρισμού
Ο υψηλότερος πληθωρισμός που έχει γνωρίσει η Ιαπωνία εδώ και πολλές δεκαετίες, αλλάζει τη στάση των ανθρώπων σε ό,τι αφορά την παράδοση των Ιαπώνων στην αποταμίευση.
Καθώς επί πολλά χρόνια η οικονομία της χώρας βρισκόταν σε στασιμότητα, οι καταναλωτές επέλεγαν στην πλειονότητά τους να τοποθετήσουν τα χρήματά τους σε τραπεζικούς λογαριασμούς, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν κέρδος, καθώς τα επιτόκια ήταν μηδενικά. Και η αλλαγή αντανακλάται στη στάση των Ιαπώνων απέναντι στα μετρητά και ειδικότερα απέναντι στα κέρματα. Φαίνεται πως οι Ιάπωνες εγκαταλείπουν την παραδοσιακή προσήλωσή τους στα μετρητά.
Η Τράπεζα της Ιαπωνίας τονίζει βέβαια πως τα ιαπωνικά νοικοκυριά εξακολουθούν να διατηρούν τραπεζικούς λογαριασμούς, ενώ είναι μικρή η μείωση των χαρτονομισμάτων που βρίσκονται σε κυκλοφορία. Στο μεταξύ, όμως, μειώνεται αισθητά η κυκλοφορία των κερμάτων, με μεγαλύτερη εκείνη του κέρματος των 500 γιεν. Πρόκειται για το κέρμα που παραδοσιακά συνηθίζουν να δίνουν οι γονείς στα παιδιά για να το ρίξουν στον κουμπαρά τους.
Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ιαπωνίας, ο αριθμός των κερμάτων που κυκλοφορούν υποχωρεί μεν σταθερά από τη δεκαετία του 1970, αλλά τους τελευταίους 18 μήνες έχει σημειώσει ραγδαία πτώση σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους. Μεσολάβησε, βέβαια, μια εξαιρετικά αρνητική συγκυρία, όταν η πανδημία συνδυάστηκε με τις προμήθειες των τραπεζών, τον πληθωρισμό και την άνοδο της τεχνολογίας πληρωμών χωρίς μετρητά.
Η δημοτικότητα των πληρωμών χωρίς μετρητά άρχισε να αυξάνεται ραγδαία στη διάρκεια της πανδημίας, καθώς κυκλοφόρησε η φήμη ότι τα κέρματα είναι «μολυσμένα» και πιθανώς φορείς του κορωνοϊού. Επιταχύνθηκε, όμως, στη διάρκεια του περασμένου έτους, όταν άρχισαν να αλλάζουν τα μακροοικονομικά μεγέθη της χώρας και προπαντός να επιταχύνεται ο πληθωρισμός.
Ετσι οι συναλλαγές χωρίς μετρητά αυξήθηκαν θεαματικά και έφθασαν να αντιπροσωπεύουν το 36% του συνόλου των πληρωμών από καταναλωτές, ενώ μόλις μια δεκαετία νωρίτερα το αντίστοιχο ποσοστό δεν υπερέβαινε το 15%.