Ανησυχία στην παγκόσμια αγορά εμπορικών ακινήτων
Στον κλάδο των ακινήτων ειδικότερα, επενδυτές και τράπεζες καλούνται να απαντήσουν πλέον σε ένα ερώτημα που γίνεται ολοένα και πιο επιτακτικό: αν οι άνθρωποι δεν ψωνίσουν ποτέ ξανά σε εμπορικά κέντρα ή δεν επιστρέψουν μαζικά στα γραφεία, όπως συνέβαινε προ πανδημίας, πόσο θα κινδυνεύσουν οι περιουσίες που χτίστηκαν με βάση τα ακίνητα; Τα αυξανόμενα επιτόκια, ο επίμονος πληθωρισμός και οι δεινές οικονομικές συνθήκες είναι γνωστοί «εχθροί» για τους αγοραστές εμπορικών ακινήτων, οι οποίοι συνήθως ξεπερνούν τις κρίσεις περιμένοντας να αυξηθεί η ζήτηση ενοικίων και να μειωθεί το κόστος δανεισμού.
Αυτή τη φορά τα πράγματα μπορεί να είναι διαφορετικά, προειδοποιούν μέσω Reuters αναλυτές, ακαδημαϊκοί και επενδυτές. Καθώς η τηλεργασία είναι πλέον ρουτίνα για πολλές εταιρείες και οι καταναλωτές ψωνίζουν μέσω Διαδικτύου, μεγαλουπόλεις όπως το Λονδίνο, το Λος Αντζελες και η Νέα Υόρκη είναι γεμάτες με κτίρια που οι τοπικοί πληθυσμοί δεν θέλουν ή δεν χρειάζονται πλέον. Αυτό σημαίνει ότι οι αξίες των ουρανοξυστών στο κέντρο πόλεων και μεγάλων εμπορικών κέντρων ενδέχεται να χρειαστούν πολύ περισσότερο χρόνο για να ανακάμψουν. Κι αν δεν βρεθούν ενοικιαστές, οι ιδιοκτήτες και οι δανειστές κινδυνεύουν να ζήσουν πιο οδυνηρές και πιο επίμονες κρίσεις.
«Οι εργοδότες αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι η κατασκευή τεράστιων εγκαταστάσεων για τη στέγαση των ανθρώπων δεν είναι πλέον απαραίτητη», εξηγεί στο Reuters ο Ρίτσαρντ Μέρφι, πολιτικός οικονομολόγος και καθηγητής λογιστικής πρακτικής στο Πανεπιστήμιο Σέφιλντ του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι παγκόσμιες τράπεζες κατέχουν περίπου το ήμισυ του εκκρεμούς χρέους των 6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για τα εμπορικά ακίνητα, ανακοίνωσε η Moody’s Investors Service τον Ιούνιο, με το μεγαλύτερο μερίδιο να λήγει την περίοδο 2023-2026.
Οι τράπεζες των ΗΠΑ ειδικότερα αποκάλυψαν απώλειες από τα ακίνητα στα στοιχεία του πρώτου εξαμήνου τους, τάση που θα συνεχιστεί στο μέλλον, όπως προειδοποίησαν. Οι δανειολήπτες στους κλάδους ανάπτυξης ακινήτων στο Ηνωμένο Βασίλειο είχαν 4% περισσότερες πιθανότητες να χρεοκοπήσουν.
«Η φυγή καταθέσεων μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε μέρα», λέει ο Τζέφρι Σέρμαν αναπληρωτής επικεφαλής επενδύσεων στην αμερικανική επενδυτική εταιρεία Double Line, αξίας 92 δισ. δολαρίων. Ορισμένοι παγκόσμιοι φορείς χάραξης πολιτικής, ωστόσο, παραμένουν πεπεισμένοι ότι η μετα-πανδημική αλλαγή στην έννοια του τι σημαίνει «πάω στη δουλειά» δεν πρόκειται να «φέρει» πιστωτική κρίση τύπου 2008-2009.
Η παγκόσμια εταιρεία παροχής υπηρεσιών ακίνητης περιουσίας Jones Lang Lasalle, η οποία τον Μάιο ανέφερε ετήσια μείωση 18% των παγκόσμιων όγκων ενοικίων το πρώτο τρίμηνο, δημοσίευσε στοιχεία αυτόν τον μήνα που δείχνουν ότι η αύξηση στις κορυφαίες ενοικιάσεις γραφείων στη Νέα Υόρκη, στο Πεκίνο, στο Σαν Φρανσίσκο, στο Τόκιο και την Ουάσιγκτον έγινε αρνητική την ίδια περίοδο.
Στη Σαγκάη, τον κύριο χρηματοοικονομικό κόμβο της Κίνας, τα ποσοστά κενών θέσεων γραφείων αυξήθηκαν κατά 1,2 ποσοστιαία μονάδα από έτος σε έτος το δεύτερο τρίμηνο στο 16%, ενώ οι επιχειρήσεις βρίσκονται επίσης υπό πίεση να μειώσουν το αποτύπωμα άνθρακα, με την HSBC να είναι μεταξύ εκείνων που μειώνουν τον χώρο που νοικιάζουν και τερματίζουν τις μισθώσεις σε γραφεία που δεν θεωρούνται πλέον «πράσινα». Περισσότερα από ένα δισ. τετραγωνικά μέτρα χώρων γραφείων παγκοσμίως θα χρειαστεί να ανακαινιστούν έως το 2050, με τα τρέχοντα ποσοστά να τριπλασιάζονται σε τουλάχιστον 3% έως 3,5% των αποθεμάτων ετησίως για να επιτευχθούν οι μηδενικοί στόχοι.
Σύμφωνα με την Capital Economics, οι παγκόσμιες αποδόσεις ακινήτων αναμένονται περίπου 4% ετησίως αυτή τη δεκαετία, σε σύγκριση με έναν μέσο όρο 8% πριν από την πανδημία, με μια μικρή μόνο βελτίωση να αναμένεται τη δεκαετία του 2030. «Οι επενδυτές θα πρέπει να είναι έτοιμοι να δεχθούν χαμηλότερο ασφάλιστρο κινδύνου ακινήτων», ανέφερε η Capital Economics. «Τα ακίνητα θα φαίνονται υπερτιμημένα σε σχέση με τα προηγούμενα πρότυπα».