Άνοδος για την ελληνική μεταποίηση τον Ιούλιο
Οι εταιρείες του ελληνικού μεταποιητικού τομέα κατέγραψαν περαιτέρω βελτίωση των λειτουργικών συνθηκών στο ξεκίνημα του τρίτου τριμήνου, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της έρευνας PMI® της S&P Global Market Intelligence.
Η ανάπτυξη προήλθε από την εντονότερη άνοδο της παραγωγής, των νέων παραγγελιών και της απασχόλησης, λόγω της αύξησης της ζήτησης από την πλευρά των πελατών του εσωτερικού και του εξωτερικού. Ο αριθμός των εργαζομένων αυξήθηκε με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί σε διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους, καθώς ο μεγαλύτερος όγκος νέων παραγγελιών οδήγησε σε νέα συσσώρευση αδιεκπεραίωτων εργασιών.
Η αυξημένη αγοραστική δραστηριότητα επιβράδυνε τη συρρίκνωση των αποθεμάτων προμηθειών και έτοιμων προϊόντων, αλλά, σύμφωνα με αναφορές, οι ελλείψεις από την πλευρά των προμηθευτών οδήγησαν σε επιμήκυνση των χρόνων παράδοσης.
Παρ’ όλα αυτά, οι γενικά εξασθενημένες συνθήκες παγκόσμιας ζήτησης ώθησαν τους προμηθευτές να προσφέρουν εκπτώσεις. Το κόστος εισροών μειώθηκε με ταχύτερο ρυθμό, παρότι οι τιμές πώλησης παρέμειναν και πάλι, σε γενικές γραμμές, αμετάβλητες.
Ο εποχικά προσαρμοσμένος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της S&P Global για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index® – PMI®) έκλεισε στις 53.5 μονάδες τον Ιούλιο, τιμή υψηλότερη από τις 51.8 μονάδες του Ιουνίου, υποδεικνύοντας σταθερή βελτίωση της υγείας του ελληνικού μεταποιητικού τομέα. Η ανάπτυξη ήταν η έκτη σε ισάριθμους μήνες και η εντονότερη από τον Μάιο του 2022.
Ο ρυθμός αύξησης των νέων παραγγελιών επιταχύνθηκε για δεύτερο συνεχή μήνα τον Ιούλιο στον ταχύτερο που έχει καταγραφεί από τον Ιανουάριο του 2022. Η αύξηση συνδέθηκε συχνά από τα μέλη του πάνελ με την ισχυρότερη
ζήτηση από την πλευρά των πελατών και την απόκτηση νέων πελατών.
Κατ’ αντιστοιχία με την τάση που επικρατεί ως προς τις συνολικές νέες πωλήσεις, οι νέες παραγγελίες εξαγωγών αυξήθηκαν με ταχύτερο ρυθμό στο ξεκίνημα του τρίτου τριμήνου. Παρότι μόνο μέτριος, ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν ο εντονότερος που έχει καταγραφεί από τον Φεβρουάριο του 2022.
Ως εκ τούτου, οι Έλληνες κατασκευαστές κατέγραψαν ισχυρότερη άνοδο της παραγωγής. Ο ρυθμός αύξησης επιταχύνθηκε από τον Ιούνιο και ήταν από τους ταχύτερους που έχουν καταγραφεί σε διάστημα ενάμιση ετών.
Η αύξηση της παραγωγής αποδόθηκε στην εντονότερη ζήτηση από την πλευρά των πελατών του εσωτερικού και του εξωτερικού. Τα στοιχεία του Ιουλίου υπέδειξαν νέα αύξηση των αδιεκπεραίωτων εργασιών στις εγκαταστάσεις των Ελλήνων κατασκευαστών, τερματίζοντας με αυτόν τον τρόπο μια περίοδο 14 μηνών συνεχούς μείωσης. Η αύξηση των εργασιών σε εκκρεμότητα πραγματοποιήθηκε παρά το γεγονός ότι οι παραγωγοί αγαθών αύξησαν τον αριθμό των εργαζομένων τους με έντονο ρυθμό. Ο ρυθμός δημιουργίας θέσεων εργασίας επιταχύνθηκε στον ταχύτερο που έχει καταγραφεί από τον Απρίλιο του 2022. Εν τω μεταξύ, οι εταιρείες του ελληνικού μεταποιητικού τομέα κατέγραψαν τρίτη διαδοχική μηνιαία μείωση του κόστους εισροών.
Ο ρυθμός μείωσης ήταν ο δεύτερος δριμύτερος από τον Μάιο του 2020 και συνδέθηκε συχνά με τις μειωμένες τιμές των πρώτων υλών και τις εκπτώσεις των προμηθευτών, λόγω της ασθενούς παγκόσμιας ζήτησης για εισροές. Παρ’ όλα αυτά, οι τιμές πώλησης παρέμειναν, σε γενικές γραμμές, αμετάβλητες τον Ιούλιο, μετά τη σχεδόν σταθεροποίηση των χρεώσεων εκροών κατά τη διάρκεια του Ιουνίου. Στις περιπτώσεις που καταγράφηκε μείωση, οι εταιρείες ανέφεραν ότι οφειλόταν στη μετακύλιση του χαμηλότερου κόστους εισροών στους πελάτες. Οι μεγαλύτερες εισροές νέων παραγγελιών οδήγησαν τους Έλληνες κατασκευαστές να καταγράψουν νέα αύξηση των αγορών εισροών.
Η άνοδος ήταν ισχυρή και η δριμύτερη από τον Φεβρουάριο του 2022, ασκώντας πίεση στους προμηθευτές, καθώς η απόδοση τους επιδεινώθηκε σε μεγαλύτερο βαθμό. Σύμφωνα με αναφορές, οι προσπάθειες για την εξυπηρέτηση των αναμενόμενων νέων παραγγελιών οδήγησε σε ηπιότερη συρρίκνωση των αποθεμάτων τόσο των αγορών όσο και των ετοίμων προϊόντων. Τέλος, οι Έλληνες κατασκευαστές κατέγραψαν λιγότερο αισιόδοξες προσδοκίες σχετικά με την παραγωγή κατά το επόμενο έτος τον Ιούλιο. Παρότι οι εταιρείες παρέμειναν αισιόδοξες λόγω των ελπίδων για περαιτέρω αύξηση της ζήτησης από την πλευρά των πελατών, το επίπεδο του θετικού κλίματος υποχώρησε στο κατώτερο που έχει καταγραφεί από τον Ιανουάριο. Οι ανησυχίες σχετικά με τις δυσμενείς συνθήκες ζήτησης στις βασικές αγορές εξαγωγών, τον πληθωρισμό και τις περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων μείωσαν την αισιοδοξία.