Πώς η εταιρική κερδοσκοπία τροφοδοτεί τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη - Έκθεση ΔΝΤ
Στο πως η κερδοσκοπία μεγάλων επιχειρήσεων στη ζώνη του ευρώ τροφοδότησε τις αυξήσεις τιμών και οδήγησε στην εκτόξευση του πληθωρισμού, περιγράφει έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα.
Οι αναλυτές του ΔΝΤ θέλησαν να καταγράψουν σε ποιο βαθμό ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ επηρεάσθηκε από τις ανατιμήσεις στις τιμές εισαγωγών και σε ποιο βαθμό από τις αυξήσεις στις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών.
Μέσω μιας τεχνικής αποσύνθεσης του αποπληθωριστικά κατανάλωσης, το ΔΝΤ μπόρεσε να δείξει ότι οι τιμές εισαγωγών αντιπροσωπεύαν το 40% της μέσης μεταβολής του αποπληθωριστή κατανάλωσης μεταξύ του πρώτου τριμήνου 2022 και του πρώτου τριμήνου 2023, όταν τα εταιρικά κέρδη αντιπροσωπεύαν το 45% της μέσης μεταβολής του αποπληθωριστή κατανάλωσης.
Η αύξηση των ονομαστικών κερδών των επιχειρήσεων ήταν μεγαλύτερη στους κλάδους που επωφελήθηκαν από τις αυξανόμενες διεθνείς τιμές των βασικών εμπορευμάτων (πετρελαϊκός, τροφίμων, κ.α.), αλλά και στους κλάδους που εκτέθηκαν σε αναντιστοιχίες προσφοράς-ζήτησης (πχ. κλάδος αυτοκινήτων).
Η έρευνα του ΔΝΤ κατέδειξε πως οι επιχειρήσεις απορρόφησαν πιο εύκολα το σοκ από την αύξηση του κόστους σε σχέση με τους εργαζομένους, κάτι που σύμφωνα με το Ταμείο θα οδηγήσει σε αυξημένες πιέσεις για μισθολογικές αυξήσεις.
Στο σημείο αυτό οι αναλυτές του ΔΝΤ αναφέρουν πως αν υπάρξει μια μέση αύξηση των ονομαστικών μισθών περίπου 4,5% στην ευρωζώνη στο διάστημα 2023-2024 και η παραγωγικότητα παραμείνει γενικά αμετάβλητη, θα απαιτηθεί μια ομαλοποίηση - μείωση του μεριδίου των κερδών των επιχειρήσεων στα μέσα επίπεδα της περιόδου 2015-2019 για να μειωθεί ο πληθωρισμός κοντά στο 2% τα επόμενα δύο χρόνια.
Κατά το ΔΝΤ, η άσκηση αυτή θα δυσκολέψει περαιτέρω εάν η πτώση της παραγωγικότητας της εργασίας που παρατηρήθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2023, εξακολουθήσει.
Στη βάση αυτή το ΔΝΤ αναφέρει πως η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ θα πρέπει να παραμείνει περιοριστική για να διατηρήσει συγκρατημένη τη ζήτηση, έτσι ώστε οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις να τηρούν «λογικές αξιώσεις» για τους μισθούς και τα κέρδη τους.