Σε μέγγενη η οικονομία της ευρωζώνης το επόμενο 12μηνο
Ο συνδυασμός υψηλότερων επιτοκίων και οι πιέσεις για μείωση των κρατικών δαπανών στις χώρες της ευρωζώνης απειλούν να στραγγαλίσουν την ανάπτυξη, αυξάνοντας τις πιθανότητες δεινής ύφεσης, εκτιμούν αναλυτές και οικονομολόγοι του Bloomberg Economics.
Ο καθυστερημένος δυσμενής αντίκτυπος από την αύξηση του κόστους δανεισμού, η οποία ξεκίνησε πέρυσι από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, θα κορυφωθεί το 2024, προξενώντας πλήγμα 3,8% στην οικονομία, σύμφωνα με την ανάλυση του Bloomberg Economics.
Ανάλογα με τις τιμές της ενέργειας, η απόσυρση των μέτρων στήριξης θα μπορούσε να επιδεινώσει την απώλεια κοντά στο 5%. «Η απειλή συνίσταται στο ότι η ανθεκτικότητα της οικονομίας μέχρι στιγμής γεννάει εφησυχασμό και η νομισματική σύσφιγξη έρχεται με καθυστέρηση και εκρηκτικά», δήλωσε ο Τζέιμι Ρας του Bloomberg Economics, ο οποίος συνέταξε την έρευνα μαζί με τη Μέβα Κάζεν.
«Μέχρι τότε, οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να δυσκολευθούν στο να σταθεροποιήσουν την οικονομική δραστηριότητα». Κι ενώ το προσωπικό της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ αναμένει τώρα μια ήπια προσγείωση για την αμερικανική οικονομία, η κρίση που πλανάται στην ευρωζώνη και καταγράφεται στις εκτιμήσεις των οικονομολόγων του Bloomberg Economics δεν αφήνει περιθώρια για τέτοιες προοπτικές. Ο αντίκτυπος θα μπορούσε να ξεπεράσει σε οξύτητα τον προηγούμενο κύκλο σύσφιγξης πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008 και να συναγωνιστεί τις επιπτώσεις από τα προβλήματα του δημόσιου χρέους προ δεκαετίας.
Το αν η οικονομία είναι αρκετά εύρωστη για να διαχειριστεί αυτή την πίεση χωρίς ύφεση είναι το δίλημμα που αντιμετωπίζει η ΕΚΤ, και τα υπουργεία Οικονομικών των χωρών της ευρωζώνης. Εχοντας δεχθεί κριτική για καθυστερημένη έναρξη της νομισματικής σύσφιγξης, η ΕΚΤ βρίσκεται ήδη στο στόχαστρο των πολιτικών για τις επώδυνες συνέπειες που αρχίζουν να προκαλούν οι αυξήσεις επιτοκίων. Μέχρι στιγμής, πάντως, η οικονομία έχει αποδειχθεί ανθεκτική.
Η ευρωζώνη απέφυγε την ύφεση τον χειμώνα και στη συνέχεια ανέκαμψε το δεύτερο τρίμηνο, αν και με άνιση απόδοση, διότι η οικονομία της Γερμανίας παρέμεινε στάσιμη και της Ιταλίας συρρικνώθηκε. Ομως τώρα, όπως αναγνώρισε η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ τον Ιούλιο, αφού άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας παύσης των αυξήσεων, οι βραχυπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές έχουν «επιδεινωθεί». Τον Ιανουάριο, 18 μήνες μετά την έναρξη της σύσφιγξης, θα τερματιστεί μετά τέσσερα χρόνια η αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων της Ε.Ε.
Αν και οι διαπραγματεύσεις για νέο πλαίσιο είναι ακόμη σε εξέλιξη, το αποτέλεσμα θα επαναφέρει τουλάχιστον κάποιο είδος ορίου. «Στους επόμενους 12 μήνες θα ζήσουμε μια περίοδο όπου θα έχουμε το μέγιστο αποτέλεσμα της νομισματικής σύσφιγξης ταυτόχρονα με μια δημοσιονομική λιτότητα και αυτό με ανησυχεί», δήλωσε, εν κατακλείδι, ο Γκρέγκορι Κλέις, ανώτερος συνεργάτης στο ίδρυμα Μπρίγκελ στις Βρυξέλλες.