«Bουνά» χρέους αντιμετωπίζουν επιχειρήσεις, νοικοκυριά και κράτη στην ΕΕ
Στην Ευρώπη, επιχειρηματίες, κυβερνήσεις και καταναλωτές δανείστηκαν σε εποχές που τα επιτόκια ήταν αρνητικά, αλλά ο λογαριασμός έρχεται σε μια εποχή που το κόστος του χρήματος έχει αυξηθεί σημαντικά.
Η προσαρμογή στη νέα κατάσταση θα είναι δύσκολη σε πολύ μεγάλο μέρος του πλανήτη και ειδικότερα στις ανεπτυγμένες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένης της αμερικανικής, όπου το κόστος του δανεισμού ήταν χαμηλό μέχρι το περασμένο έτος. Στην Ευρώπη, όμως, θα πρόκειται για πραγματικό σοκ, αφού τα επιτόκια βρίσκονταν σε αρνητικό έδαφος επί οκτώ ολόκληρα χρόνια.
Πολλοί δανειολήπτες αναβάλλουν την αναχρηματοδότηση του χρέους τους ελπίζοντας πως έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για ένα γύρο μειώσεων των επιτοκίων. Δεδομένου ότι οι οικονομίες τα καταφέρνουν αρκετά καλά, ωστόσο, οι ελπίδες τους μάλλον θα αποδειχθούν φρούδες και τα επιτόκια θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, απέφυγε να διασαφηνίσει πλήρως τις προθέσεις της τράπεζας σε συνεντεύξεις που παραχώρησε στο περιθώριο του Τζάκσον Χολ. Ωστόσο, ο πρόεδρος της Federal Reserve, Τζερόμ Πάουελ, ήταν σαφής όταν τόνισε πως το κόστος του δανεισμού θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα και ενδεχομένως θα αυξηθεί περαιτέρω.
Το τίμημα των υψηλών επιτοκίων θα είναι βαρύτερο και πιο επώδυνο για τα δημόσια οικονομικά των χωρών που ήδη έχουν αρχίσει να καταγράφουν το βάρος. Σε παγκόσμιο επίπεδο, κυβερνήσεις και κράτη που βαθμολογεί ο οίκος Fitch Ratings θα πρέπει να καταβάλουν τόκους ύψους περίπου 2,3 τρισ. δολ. μέσα στο τρέχον έτος.
Για τις ανεπτυγμένες αγορές, το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε αύξηση περίπου 50% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2020. Σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις, πολλές από τις οποίες δανείστηκαν μεγάλα ποσά στη διάρκεια της πανδημίας, η περίοδος αναχρηματοδότησης του χρέους τους αρχίζει το 2025 και κορυφώνεται το 2026.
Σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε το Bloomberg, ειδικότερα όσες εταιρείες έχουν εκδώσει ομόλογα με μεγάλες αποδόσεις θα πρέπει να αποπληρώσουν συνολικά χρέος ύψους 430 δισ. δολ. μέσα στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας· εν ολίγοις, σε μια περίοδο που τα επιτόκια θα βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα.
Οπως σχολιάζει σχετικά η Ντανιέλ Πόλι, διαχειρίστρια επενδύσεων χαρτοφυλακίου στην Oaktree Capital Management, «στη διάρκεια των προηγούμενων ετών, όταν το χρήμα ήταν φθηνό, δεν προβληματιζόταν κανείς ιδιαιτέρως για το πόσο θα ήταν ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων».
Και πάλι, πάντως, οι πτωχεύσεις των πλέον επισφαλών επιχειρήσεων δεν αναμένεται να πλησιάσουν στο ρεκόρ του 13,4% που είχε καταγραφεί στη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Moody’s Investors Service, σε παγκόσμιο επίπεδο οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων των οποίων το χρέος είναι στην κατηγορία των «ομολόγων σκουπιδιών» θα υπερβούν τον ιστορικό μέσο όρο στα τέλη του έτους και θα κορυφωθούν φτάνοντας στο 4,7% τον Μάρτιο του επόμενου έτους. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ευρώπη, αναμένεται να κορυφωθούν γύρω στα μέσα του επόμενου έτους φτάνοντας περίπου στο 3,8%. Για τις περισσότερες επιχειρήσεις, τα υψηλά επιτόκια αναμένεται να μεταφραστούν σε μειωμένες κεφαλαιουχικές δαπάνες, που με τη σειρά τους θα αποτελέσουν τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη.
Οι καταναλωτές, τέλος, θα αντιληφθούν την επώδυνη αύξηση των επιτοκίων κυρίως εξαιτίας της αύξησης που θα σημειωθεί στο κόστος των στεγαστικών τους δανείων, οι δόσεις των οποίων θα είναι ασύγκριτα υψηλότερες. Σε πολλές χώρες, οι αυξήσεις των επιτοκίων δεν έχουν ακόμη επηρεάσει το ύψος των μηνιαίων πληρωμών.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Αγγλίας, στα τέλη Ιουνίου το πραγματικό επιτόκιο στα στεγαστικά δάνεια της Βρετανίας ήταν κάτω από το 3% παρά τις αλλεπάλληλες αυξήσεις των επιτοκίων. Το βαρόμετρο που θα δείξει πόσο επώδυνη θα είναι η κατάσταση για όσους έχουν πάρει στεγαστικά δάνεια θα είναι ενδεχομένως η Σουηδία. Σύμφωνα με την αρμόδια υπηρεσία της χώρας, Finansinspektionen, το περασμένο έτος, οι Σουηδοί κάτοχοι καινούργιων στεγαστικών δανείων είδαν το κόστος του δανεισμού τους να διπλασιάζεται, ανερχόμενο στο 10% ως ποσοστό επί του εισοδήματός τους. Το αποτέλεσμα ήταν, βέβαια, να υποχωρήσουν οι τιμές των ακινήτων οδηγώντας σε σειρά πτωχεύσεων των κατασκευαστικών και εργολαβικών εταιρειών, που παράλληλα ζητούσαν να «παγώσουν» οι πληρωμές του χρέους τους.