ΑΒΑΣΤΑΚΤΗ ΓΙΝΕΤΑΙ Η ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΑΓΑΘΑ
Πιο φθηνή η ελληνική φέτα στο Βερολίνο από τα Κάτω Πατήσια
Σε σύγκριση τιμών σε ελληνικά τρόφιμα που πωλούνται στη χώρα μας και το εξωτερικό, έκανε ο πρόεδρος της Ένωσης Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας, Απόστολος Ραυτόπουλος στην τηλεόραση του Action 24.
«Ελληνική φέτα των 200 γραμμαρίων πωλείται στη Γερμανία 1,69 ευρώ, κάπου στα 8,5 ευρώ το κιλό. Στη χώρα μας η ίδια φέτα, η ίδια συσκευασία και η ίδια ποσότητα πωλείται 3,29 ευρώ, κάπου στα 16,5 ευρώ το κιλό. Φθηνότερη είναι η φέτα στο Βερολίνο από ότι στα Κάτω Πατήσια», σημείωσε ο κ. Ραυτόπουλος και συνέχισε: «Ελληνικό κασέρι, ίδιας μάρκας, των 400 γραμμαρίων πωλείται στο Λουξεμβούργο 5,9 ευρώ και στην Ελλάδα η συσκευασία των 370 γραμμαρίων πωλείται στα 5,97 ευρώ.
Η ποσότητα στην Ελλάδα είναι μειωμένη κατά 8,1% και η τιμή είναι αυξημένη κατά 2%. Εντωμεταξύ ο κατώτερος μισθός στο Λουξεμβούργο είναι 2.000 ευρώ. Στο Λουξεμβούργο ένα κιλό κατεψυγμένες μπάμιες ελληνικής εταιρείας πωλούνται 7,90 ευρώ και στην Ελλάδα η τιμή του ίδιου προϊόντος είναι 10,48 ευρώ».
Ο κ. Ραυτόπουλος σημείωσε επίσης ότι «από τα 233 προϊόντα στο πρόγραμμα της Μόνιμης Μείωσης Τιμής, περισσότερα από 70 ανήκουν σε μια πολυεθνική εταιρεία που δραστηριοποιείται στα απορρυπαντικά και στα είδη καθαριότητας. Είναι μια από τις δύο εταιρείες που κατέχουν το 66% της αγοράς αλλά απορρυπαντικό στη Μείωση Τιμών δεν έχουν βάλει. Μόνο μαλακτικό με το οποίο δεν πλένονται ρούχα. Τα απορρυπαντικά στην Ελλάδα πωλούνται ακριβότερα κατά 361% σε σχέση με τις υπόλοιπες 26 χώρες της ΕΕ».
Το λόγο πήρε στη συνέχεια η πρόεδρος του ΕΚΠΟΙΖΩ, Παναγιώτα Καλαποθαράκου η οποία δήλωσε ότι «έχει δημιουργηθεί ασφυκτική κατάσταση σε πλήθος νοικοκυριών. Ο λόγος είναι οι στρεβλώσεις και οι παθογένειες της ελληνικής αγοράς, ενώ διαχρονικά δεν λειτουργεί ο ανταγωνισμός στη χώρα μας. Η αγορά είναι καρτελοποιημένη και δεν επιτρέπει να λειτουργήσει ο υγιής ανταγωνισμός για να έχουμε χαμηλότερες τιμές. Η αισχροκέρδεια και η κερδοσκοπία καλά κρατούν και έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια εν μέσω κρίσεων. Δεν έχει αντιμετωπισθεί το πρόβλημα στην ουσία του και δεν έχει χτυπηθεί η αισχροκέρδεια στις ρίζες της με αποτέλεσμα να έχουμε φτάσει σε αυτή την κατάσταση.
Τα μέτρα που έχουν ληφθεί αποδεικνύονται αναποτελεσματικά και αποσπασματικά. Να δούμε πως θα πάει το μέτρο Μόνιμης Μειωμένης Τιμής για ένα εξάμηνο αλλά από ότι βλέπουμε εκεί εντάχθηκαν προϊόντα που δεν είναι βασικά τρόφιμα για τα νοικοκυριά. Τρόφιμα που μπαίνουν στο καλάθι κάθε εβδομάδα ή κάθε μήνα. Επιπλέον, οι τιμές αναφοράς είναι εκείνες της 19ης Σεπτεμβρίου που ήταν ήδη πάρα πολύ υψηλές».
«Ζαλίζουν» οι τιμές και στις λαϊκές αγορές – Το μαρούλι πωλείται φθηνότερα στη… Γερμανία
Την… ανιούσα έχουν λάβει οι τιμές σε όλα τα βασικά αγαθά, με την ακρίβεια να εξελίσσεται στο νούμερο 1 πρόβλημα για κάθε νοικοκυριό στην Ελλάδα.
Οι ανατιμήσεις στα ράφια αλλά και τους πάγκους των λαϊκών αγορών χτυπούν… «κόκκινο», αφού παρατηρείται αλματώδης αύξηση των τιμών σε σειρά βασικών προϊόντων. Το κόστος για τους καταναλωτές είναι ιδιαίτερα «βαρύ», με τα νοικοκυριά να βλέπουν το διαθέσιμο εισόδημα να «εξανεμίζεται» και να αγοράζουν μονάχα τα απολύτως απαραίτητα.
Στα… ύψη βρίσκονται οι τιμές (και) στις λαϊκές αγορές, ένα μαρούλι πωλείται φθηνότερα στη… Γερμανία
Οι τιμές σε λαϊκές αγορές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης εμφανίζουν δυσανάλογα μεγάλες αποκλίσεις, ειδικά στο μπρόκολο. Σε αγορά της πρωτεύουσας, η τιμή του ανέρχεται στα 2 ευρώ – 4,5 ευρώ το κιλό, ενώ, στη Θεσσαλονίκη διαμορφώνεται από 1,5 ευρώ – 2 ευρώ το κιλό, σύμφωνα με ρεπορτάζ του ALPHA.
Σε σούπερ μάρκετ της Αθήνας, ένα κιλό μπρόκολο κοστίζει 3,15 ευρώ / κιλό, ενώ, η αντίστοιχη μέση τιμή σε καταστήματα της Θεσσαλονίκης είναι 1,95 ευρώ / κιλό.
«Με 4 ευρώ, αγοράζεις μισό κιλό κρέας»
Με τη μέση τιμή του να φθάνει τα 2,5 ευρώ το κιλό, στη Γερμανία ανέρχεται στα 1,99 ευρώ το κιλό. Όπως είναι φυσικό, και το κάθε «κομμάτι» είναι σαφώς ακριβότερο.
Η τιμή στο μαρούλι iceberg παρουσιάζει επίσης αποκλίσεις σε σύγκριση με τη γερμανική αγορά, καθώς στη χώρα μας πωλείται για 1,70 ευρώ το τεμάχιο, σε σύγκριση με τα 1,19 ευρώ.
Χωρίς «φρένο» οι ανατιμήσεις στο ελαιόλαδο, «καίει» η τιμή του τενεκέ
Το «πρώτο» λάδι νέας σοδειάς έφυγε από τους παραγωγούς με τιμή αυξημένη κατά 120% σε σύγκριση με το 2021, φθάνοντας τα 9,25 ευρώ ανά λίτρο. Αυτό το γεγονός οδηγεί σε «έκρηξη» της τιμής και του τενεκέ, ο οποίος φθάνει να κοστίζει περίπου 100 ευρώ περισσότερο, σε σύγκριση με πέρυσι.
Το ελαιόλαδο έχει μετατραπεί σε «πράσινο χρυσό», με την τιμή του να κινείται μονάχα ανοδικά και τους καταναλωτές να χρειάζεται να «βάλουν» βαθιά το χέρι στην τσέπη. Μάλιστα, αρκετοί κάνουν λόγο για κόστος – «θάνατος», μιλώντας στον ΑΝΤ1.
Τα «καπέλα» που προκαλούν «εκτίναξη» του κόστους και η σύγκριση με πέρυσι
Μετά τον ελαιοπαραγωγό, το λάδι περνά στον ελαιουργό, ο οποίος το διαθέτει στον έμπορο και τον τυποποιητή μετά τους απαραίτητους ελέγχους. Από εκεί, τοποθετείται στα ράφια του σούπερ μάρκετ.
Μόλις μέσα σε έναν χρόνο, η τιμή του τενεκέ έχει αυξηθεί από 100% – 130%. Από 85 ευρώ πέρυσι και 120 ευρώ τον περασμένο Απρίλιο, σήμερα φθάνει να κοστίζει 170 ευρώ.
Μείωση της παραγωγής
Οι Έλληνες παραγωγοί και τυποποιητές αναμένουν μείωση της παραγωγής σε ποσοστό έως 43%, σύμφωνα με το ρεπορτάζ. Αυτό οφείλεται στην ξηρασία, που έπληξε όλες τις μεσογειακές χώρες και προκάλεσε ακαρπία.
Η Ελλάδα είναι η τρίτη μεγαλύτερη ελαιοπαραγωγός χώρα στον κόσμο, μετά την Ιταλία και την Ισπανία. Στο ελληνικό έδαφος καλλιεργούνται περισσότερα από 132 εκατ. ελαιόδεντρα, από τα οποία παράγονται σε χρονιές «κανονικές», περίπου 300.000 τόνοι ελαιόλαδου ετησίως, εκ των οποίων το 82% ανήκει στην κατηγορία «εξαιρετικά παρθένο». Περίπου η μισή από την ετήσια ελληνική παραγωγή ελαιόλαδου εξάγεται προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Διάθεση ελαιολάδου με το… σταγονόμετρο στα σούπερ μάρκετ: Τρία με τέσσερα μπουκάλια αυστηρά
Το υψηλό κόστος του ελαιολάδου έφερε και τις πρώτες ελλείψεις στα ελληνικά ράφια. Ως αποτέλεσμα, μεγάλη αλυσίδα σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα γνωστοποίησε μέσω ανακοίνωσης ότι θέτει πλαφόν στην πώληση ελαιόλαδου από τα καταστήματά της.
Συγκεκριμένα, η αλυσίδα σούπερ μάρκετ τόνισε προς τους πελάτες πως μπορούν να πάρουν μέχρι 3 τεμάχια σε όλα τα ελαιόλαδα τεσσάρων και πέντε λίτρων και έως 4 τεμάχια σε όλα τα ελαιόλαδα ενός και δύο λίτρων.
Προφανώς και αυτό δεν άρεσε στους καταναλωτές, που επεσήμαναν ότι ο καθένας θα μπορούσε να αγοράσει αυτό που επιθυμεί και σε όποια ποσότητα επιθυμεί. Η έλλειψη, πάντως, αποδίδεται στο γεγονός ότι οι καταναλωτές έτρεξαν να αγοράσουν όσο μεγαλύτερες ποσότητες μπορούσαν πριν «εκτιναχθεί» ακόμη περισσότερο η τιμή.
Μέσα σε όλα, έχουν αρχίσει να καταγράφονται και φαινόμενα νοθείας. Οι Αρχές δέσμευσαν ποσότητα 500 λίτρων νοθευμένου λαδιού, με τον ιδιοκτήτη του μίνι μάρκετ να υποστηρίζει ότι βρέθηκε… μπλεγμένος, μιλώντας στο MEGA, καθώς αποφάσισε να πληρωθεί με ελαιόλαδο από έναν συνεργάτη του, ο οποίος δεν είχε χρήματα για να εξοφλήσει την οφειλή του.