Αργή μείωση του πληθωρισμού το 2024 περιμένει ο ΟΟΣΑ
Στην εξαμηνιαία έκθεσή του ο ΟΟΣΑ προβλέπει αργή μείωση του πληθωρισμού το 2024
Επιβράδυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης και αργή υποχώρηση του πληθωρισμού προβλέπει ο ΟΟΣΑ στην εξαμηνιαία έκθεσή του για την ελληνική οικονομία. Παράλληλα, ο Οργανισμός «βλέπει» μικρή επιβράδυνση στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας από 2,4% φέτος στο 2% για το 2024, με προοπτική να επανέλθει στο 2,4% το 2025.
Η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να επιβραδυνθεί λόγω του υψηλού κόστους διαβίωσης και των ζημιών από τις πρόσφατες φυσικές καταστροφές, αλλά να ενισχυθεί σταδιακά στο βαθμό που θα μειώνεται ο πληθωρισμός και καθώς η συνεχιζόμενη αύξηση της απασχόλησης θα στηρίζει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Ωστόσο, για τον πληθωρισμό αναφέρει ότι η μείωσή του θα είναι αργή λόγω μισθολογικών πιέσεων, εν μέσω ελλείψεων εργατικού δυναμικού. Συγκεκριμένα, με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή της Eurostat, ο πληθωρισμός προβλέπεται να υποχωρήσει από 4,3% σε μέσα επίπεδα φέτος στο 2,8% το 2024 και περαιτέρω στο 2,4% το 2025. Ο δομικός πληθωρισμός – που δεν περιλαμβάνει τις τιμές ενέργειας, τροφίμων, αλκοόλ και καπνού – αναμένεται να μειωθεί από 5,7% φέτος στο 3,2% το 2024 και το 2,5% το 2025.
Σημειώνει, επίσης, ο ΟΟΣΑ ότι αν ο πληθωρισμός είναι πιο επίμονος, θα επηρεασθεί αρνητικά και η ανάπτυξη. «Ο πιο επίμονος πληθωρισμός ή νέες διαταραχές στις ενέργεια και την προσφορά, αποτελούν βασικούς κινδύνους και θα μπορούσαν να μειώσουν την κατανάλωση και την αύξηση των επενδύσεων», σημειώνει.
Επενδύσεις και εξαγωγές
Η βελτίωση στο επιχειρηματικό περιβάλλον και η αύξηση των εκταμιεύσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ καθώς και η ενίσχυση των συνθηκών της παγκόσμιας οικονομίας θα στηρίξουν τις επενδύσεις και τις εξαγωγές (προϊόντων και υπηρεσιών), με τις πρώτες να αναμένεται να αυξηθούν 5,2% το 2024 και 6,2% το 2025 και τις δεύτερες κατά 0,9% και 3,3%, αντίστοιχα.
«Τα επιτεύγματα όσον αφορά στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τη μείωση του χρέους έχουν αποτυπωθεί στο αξιόχρεο της Ελλάδα, το οποίο επανήλθε στην επενδυτική βαθμίδα τον Σεπτέμβριο του 2023», σημειώνει ο ΟΟΣΑ.
Ο Οργανισμός σημειώνει ότι, με την παραγωγικότητα της εργασίας να παραμένει χαμηλή, θα πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα περαιτέρω μεταρρυθμίσεις για να αρθούν τα εμπόδια σε επενδύσεις, ιδιαίτερα στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης, και για τη βελτίωση των δεξιοτήτων, ώστε να αυξηθεί το βιοτικό επίπεδο και να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη δημοσιονομική βιωσιμότητα.
Σε σχέση με τις πρόσφατες πυρκαγιές και πλημμύρες, σημειώνεται ότι αυτές τονίζουν την ανάγκη προσαρμογής σε ένα θερμότερο κλίμα, κυρίως με τη διεύρυνση της ασφαλιστικής κάλυψης των ακινήτων. «Η προώθηση ευρύτερης ασφάλισης για όλα τα κτίρια θα μπορούσε να περιορίσει το μέγεθος των δημοσιονομικών υποχρεώσεων από τα όλο και πιο ακραία καιρικά φαινόμενα και να βοηθήσει στην επιτάχυνση της ανοικοδόμησης μετά τις ζημιές».
Μείωση του χρέους
Η Ελλάδα αναμένεται να επιτύχει αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, σημειώνει η έκθεση, από 1,1% του ΑΕΠ το 2023 στο 2,1% το 2025, κάτι που θα συμβάλει στην ταχεία μείωση του δημόσιου χρέους από 163% του ΑΕΠ φέτος στο 152% το 2025.
Η αύξηση των φορολογικών εσόδων και η σταδιακή κατάργηση των επιδοτήσεων για την ενέργεια και τα τρόφιμα, οι οποίες ανέρχονται σε 1% του ΑΕΠ το 2023, δημιουργεί κάποιο δημοσιονομικό χώρο για νέες δημοσιονομικές παρεμβάσεις, σύμφωνα με τον κρατικό προϋπολογισμό. «Μέτρα ύψους 0,7% του ΑΕΠ το 2023 και 1,1% το 2024 αυξάνουν τα εισοδήματα των συνταξιούχων, των δημοσίων υπαλλήλων και των ομάδων με χαμηλό εισόδημα, αν και οι παλαιότερες συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις αναμένεται να συγκρατήσουν τις δημόσιες δαπάνες», σημειώνεται.
Οι δημόσιες δαπάνες για αποζημιώσεις από τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες εκτιμώνται στο 0,3% του ΑΕΠ φέτος. «Η διευθέτηση των σημερινών καθυστερήσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα ενισχύσει τις επενδύσεις, οι οποίες αναμένεται να αυξηθούν από 1% του ΑΕΠ φέτος στο 2% το 2025».
Ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι το επίπεδο του χρέους παραμένει υψηλό παρά τις καλοδεχούμενες μειώσεις που έγιναν. Η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων τουλάχιστον 1,5% του ΑΕΠ πιο μακροπρόθεσμα και η στήριξη ισχυρής ανάπτυξης είναι σημαντικά για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, τονίζει.
Η αύξηση της απασχόλησης γυναικών και νέων παραμένει πολύ σημαντική για την επίτευξη περαιτέρω βελτιώσεων στο δυνητικό προϊόν, αναφέρει η έκθεση.