Στα ύψη η τιμή του ελαιόλαδου – Εκτινάχθηκε κατά 58% τον Δεκέμβριο
Συνεχίζει να καλπάζει ο πληθωρισμός στα τρόφιμα και το Δεκέμβριο, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, «έτρεξε» με ρυθμό 8,9%. Πρωταθλητής των ανατιμήσεων αναδείχθηκε το ελαιόλαδο, η τιμή του οποίου αυξήθηκε το συγκεκριμένο μήνα κατά 58,5%.
Ο «πράσινος χρυσός» έχει πάρει την ανιούσα εδώ και μήνες, με τους ειδικούς να εξηγούν πως το ράλι στις τιμές οφείλεται στην κλιματική αλλαγή που έχει οδηγήσει σε μειωμένη παραγωγή, τη μεγάλη πτώση της πρώτης σε παγκόσμια παραγωγή ελαιόλαδου Ισπανίας (λόγω ξηρασίας) και τη ζήτηση για εξαγωγές, που έχει χτυπήσει «κόκκινο». Σε τηλεοπτική του συνέντευξη ο αντιπρόεδρος της Ένωσης Αγροτικού Συνεταιρισμού Ηρακλείου, Μύρων Χιλετζάκης, ανέφερε πως ήταν μια από τις χειρότερες χρονιές στο κομμάτι της παραγωγής.
«Δεν είχαμε ποσότητα και αυτό ανεβάζει την τιμή στα ύψη», προσέθεσε. Σύμφωνα με τον ίδιο αν υπήρχε παραγωγή, η τιμή του ελαιολάδου στο ράφι θα ήταν περίπου στα 6 ευρώ το μπουκάλι. «Θα ήταν στα περσινά επίπεδα, γύρω στα 5 – 6 ευρώ», δήλωσε χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με τον κ. Χιλετζάκη, «τα πέντε καπέλα, οι πέντε εμπορικές πράξεις που γίνονται μέχρι να φτάσει στον καταναλωτή», συντελούν στην αύξηση της τιμής του λαδιού. «Για μένα, δεν εξηγείται η διαφορά όταν το 90% του ελαιολάδου πουλήθηκε στα 5 ευρώ πέρυσι». Όπως λέει ο ίδιος, και «η είσοδος του Ισπανού στη χώρα μας ανέβασε τις τιμές και ακολουθήσαμε τις ευρωπαϊκές που κυμαίνονται σε αυτά τα επίπεδα», ενώ προβλέπει πως «η τιμή δεν θα πέσει, θα ανέβει». Φόβος των παραγωγών είναι πως εξαιτίας των υψηλών τιμών, που θα διατηρηθούν και του χρόνου όπως λέει, είναι ότι «οι καταναλωτές θα βγάλουν το λάδι από τη ζωή τους».
Η φετινή ελαιοκομική περίοδος στη χώρα μας, αλλά και στην Ισπανία και την Ιταλία, είναι καταστροφική. Η παραγωγή ελαιοκάρπου είναι εξαιρετικά χαμηλή. Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα δύσκολη για τους αγρότες, που εξαρτώνται από την ελαιοκαλλιέργεια για το εισόδημά τους.
Μάλιστα λόγω της περιορισμένης παραγωγής, τα περισσότερα ελαιουργεία δεν λειτουργούν καθημερινά όπως προηγούμενες - χρυσές - χρονιές, αλλά για μικρότερο χρονικό διάστημα, μόλις δύο με τρεις φορές την εβδομάδα.