Στουρνάρας: «Να αντιμετωπίσουμε τις σύγχρονες προκλήσεις στον τομέα της οικονομίας»
«Πρέπει να αξιοποιήσουμε τη σοφία και την εμπειρία που έχουμε αποκτήσει», σημείωσε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.
«Ως οικονομολόγος και κεντρικός τραπεζίτης, θέλω να επισημάνω ένα κρίσιμο δίδαγμα του 20ού αιώνα: η αμφισβήτηση του πλέγματος των αξιών και αρχών του δυτικού κόσμου βρήκε γόνιμο έδαφος στην αποτυχία της οικονομικής πολιτικής να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των πολιτών», ανέφερε μεταξύ άλλων ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, στην παρουσίαση του βιβλίου του Θάνου Βερέμη με τίτλο: «20ός αιώνας. Μια ιστορία που δεν έχει τελειώσει ακόμη».
Ακόμη, επεσήμανε ότι «σήμερα τόσο οι οικονομικές όσο και οι νομισματικές αρχές είναι σοφότερες, και οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν θα βρεθούμε ποτέ στη θέση του Διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας, Μόνταγκιου Νόρμαν, πρωτεργάτη της συνεργασίας μεταξύ των κεντρικών τραπεζιτών την περίοδο του Μεσοπολέμου, ο οποίος στις αναμνήσεις του παραδέχθηκε ότι απέτυχαν σε όλα».
Ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι «πρέπει να αξιοποιήσουμε τη σοφία και την εμπειρία που έχουμε αποκτήσει ώστε, με τη βοήθεια της επιστήμης και της τεχνολογίας, να αντιμετωπίσουμε τις σύγχρονες προκλήσεις στον τομέα της οικονομίας, όπως οι ανισότητες και η φτώχεια, που τροφοδοτούν μεταξύ άλλων και τις μεταναστευτικές ροές.
Τέλος, πρέπει να αξιοποιήσουμε την πιο πολύτιμη κληρονομιά του αιώνα που μας πέρασε, τους υπερεθνικούς οργανισμούς και φορείς διεθνούς συνεννόησης και συνεργασίας, για την αντιμετώπιση τόσο αυτών των προβλημάτων όσο και άλλων, καινοφανών, όπως η κλιματική αλλαγή». Επιπλέον, σημείωσε ότι αν αυτές οι προϋποθέσεις πραγματοποιηθούν, τότε εντάσσει τον εαυτό του, στην ομάδα των αισιόδοξων για την πορεία αυτού του κόσμου.
«Σήμερα, στον πλανήτη μας υπάρχουν και άλλες σοβαρές εστίες αναταραχής. Θα οδηγήσουν αυτές οι εστίες σε ευρύτερες συγκρούσεις; Πώς θα συμπεριφερθούν οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής μας;», υπογράμμισε και συμπλήρωσε πως «μία πρόβλεψη για την εξέλιξη αυτών των συγκρούσεων είναι δύσκολο να αποτολμήσει κανείς, αλλά η ανάγνωση του βιβλίου που κρατάτε στα χέρια σας, αποτελεί ένα χρήσιμο “εργαλείο” για να αποκτήσουμε τη γνώση που χρειαζόμαστε για την κατανόηση του παρελθόντος και την πρόγνωση του μέλλοντος».
Ολόκληρη η ομιλία του Γιάννη Στουρνάρα:
«Χαίρομαι πολύ που μου δίνεται η ευκαιρία να συμμετάσχω στην παρουσίαση του νέου βιβλίου του καθηγητή Θάνου Βερέμη 20ός αιώνας. Μία ιστορία που δεν έχει τελειώσει ακόμη. Η συμπύκνωση της ιστορίας ενός ολόκληρου αιώνα, πόσω μάλλον του 20ού, σε λιγότερες από 300 σελίδες, είναι χωρίς αμφιβολία μεγάλο τόλμημα.
Ο Θάνος Βερέμης ανταποκρίθηκε με απόλυτη επιτυχία σ’ αυτή την πρόκληση, κάνοντας μάλιστα και μία μεστή αναδρομή σε σημαντικές εξελίξεις του 19ου αιώνα, χωρίς τις οποίες δεν είναι κατανοητή η ιστορία του 20ού.
Το βιβλίο του Θάνου Βερέμη προσφέρει ένα πανόραμα του αιώνα που μας πέρασε και των κοσμοϊστορικών γεγονότων που τον σημάδεψαν, φωτίζοντας πτυχές που είναι λιγότερο γνωστές, όπως οι προσπάθειες για μία Ενωμένη Ευρώπη στο Μεσοπόλεμο.
Από τις σελίδες του παρελαύνουν οι σημαντικότερες προσωπικότητες του αιώνα, γνωστές και άγνωστες. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε ο Αυστριακός (μετέπειτα Τσεχοσλοβάκος και Γάλλος) Ριχάρδος φον Κούντενχοβε – Καλλέργης, πρωτοπόρος της ιδέας της ευρωπαϊκής ενοποίησης και ιδρυτής της Πανευρωπαϊκής Ένωσης, που, όπως μαρτυρεί το επώνυμό του, είχε προγόνους από τη γνωστή οικογένεια των Καλλέργηδων της Κρήτης.
Ο Θάνος Βερέμης δεν παραλείπει να αναφερθεί στις σημαντικές εξελίξεις στην επιστήμη, την τεχνολογία, τη φιλοσοφία και την τέχνη. Επίσης, στο επίμετρο του βιβλίου παρέχει μία νηφάλια και γενναία αξιολόγηση των παραλείψεων της Δύσης απέναντι στη Ρωσία.
Ο τίτλος του βιβλίου, 20ός αιώνας. Μία ιστορία που δεν έχει τελειώσει ακόμη, μου φέρνει στο νου έναν όρο που χρησιμοποιούν όλο και πιο συχνά οι αγγλοσάξονες στην περιοδολόγηση της ιστορίας: The long 20th century, ο «μακρός 20ός αιώνας», ο οποίος υποβάλλει ακριβώς την ιδέα ότι οι εκκρεμότητες του περασμένου αιώνα δεν έχουν κλείσει.
Στο παρελθόν επιφανείς ιστορικοί, υπό την πίεση της ανάγκης της ιστορικής επιστήμης για περιοδολόγηση, είχαν κάνει παρόμοια φραστικά παιχνίδια. Ο Έρικ Χόμπσμπωμ στην Εποχή των άκρων περιέγραφε την περίοδο 1914 – 1991 ως The short 20th century, ο «βραχύς 20ός αιώνας», ενώ ο Φίλιπ Μπόμπιτ στην Ασπίδα του Αχιλλέα έκανε λόγο για έναν Μακρό Πόλεμο (Long War), που άρχισε το 1914 και έληξε το 1990 με τη Χάρτα των Παρισίων για μία Νέα Ευρώπη.
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις. η βασική ιδέα ήταν ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου σηματοδοτούσε την επικράτηση του οικονομικοπολιτικού συστήματος του δυτικού κόσμου, με κεντρικούς πυλώνες την ελεύθερη οικονομία της αγοράς και την κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Δημιουργήθηκε δε η προσδοκία ότι οι όποιες εκκρεμότητες του παρελθόντος –γεωπολιτικές και άλλες– θα επιλύονταν μέσα σ’ αυτές τις συντεταγμένες. Δεν άργησε όμως να εκδηλωθεί ο εγελιανός «δόλος της ιστορίας», πρώτα με τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας και μέχρι σήμερα με το ρωσοουκρανικό πόλεμο, ενώ ο διπολισμός καπιταλισμού – κομμουνισμού αντικαταστάθηκε από ένα νέο διπολισμό, μεταξύ των δημοκρατιών του δυτικού κόσμου και αυταρχικών ή απροκάλυπτα δικτατορικών καθεστώτων.
Ο Θάνος Βερέμης προβάλλει τον «αντιδιαφωτισμό» ως κληρονομιά του προηγούμενου αιώνα. Καθώς πλησίαζε η εποχή των δύο παγκοσμίων πολέμων, δυτικοί φιλόσοφοι, στοχαστές και λογοτέχνες, από τον Νίτσε, τον Χάιντεγκερ και τον Σμιντ μέχρι τον Πάουντ και τον Ντ’ Ανούντσιο, επιδόθηκαν σε αποδόμηση της φιλελεύθερης νεωτερικότητας. Θέτει δε το ερώτημα αν υπάρχει σχέση ανάμεσα στην έκπτωση της λογικής από τις διεθνείς σχέσεις και τις καταστροφικές συγκρούσεις χωρίς προηγούμενο που ζήσαμε στον 20ο αιώνα.
Η απάντηση πιστεύω είναι ότι ο αντιδιαφωτισμός έπαιξε καθοριστικό ρόλο, και δυστυχώς στοιχειώνει και τον 21ο αιώνα με τις σύγχρονες μεταμορφώσεις του. Όπως η δαιμονοποίηση της παγκοσμιοποίησης και η συναφής συνωμοσιολογία, που παραβλέπουν το γεγονός ότι είναι η παγκοσμιοποίηση που έδωσε τη δυνατότητα σε πρώην αποικίες όπως η Ινδία και η Κίνα να μετατραπούν από εξαγωγείς φτηνών πρώτων υλών σε ατμομηχανές της παγκόσμίας οικονομίας, αλλάζοντας ριζικά τον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας και βγάζοντας για πρώτη φορά από τη φτώχεια δισεκατομμύρια ανθρώπους.
Ή ο νεοεθνικισμός, ο λαϊκισμός, η παγκόσμια ακροδεξιά και ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, καθώς και τα πάσης φύσεως κινήματα νεορομαντισμού και ανορθολογισμού που ολοένα περισσότερο μετακινούνται προς την κεντρική πολιτική σκηνή.
Ο γνωστός Γάλλος συγγραφέας και πολιτικός Αλφόνς ντε Λαμαρτίν, γνωστότερος παλαιότερα σε εμάς ως Λαμαρτίνος, είχε πει την περίφημη φράση ότι «η ιστορία διδάσκει τα πάντα, ακόμα και το μέλλον».
Ο Θάνος Βερέμης γράφει στο επίμετρο του βιβλίου του ότι «οι προβλέψεις στις διεθνείς σχέσεις σπάνια είναι εύστοχες όταν περνούν τη δεκαετία», πράγμα που επιβεβαιώνεται από την ανατροπή πολλών γεωπολιτικών δεδομένων μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Οι ανατροπές αυτές συνεχίζονται ως τις μέρες μας, με πιο πρόσφατη τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, που αποτελεί κατά τον Θάνο Βερέμη ένα ακόμα κεφάλαιο της διαμάχης μεταξύ των δύο λαών.
Στον πλανήτη μας σήμερα υπάρχουν και άλλες σοβαρές εστίες αναταραχής, πέραν της Ουκρανίας. Η Μέση Ανατολή, η Ερυθρά Θάλασσα, η Ταϊβάν. Θα οδηγήσουν οι εστίες αυτές σε ευρύτερες συγκρούσεις; Πώς θα συμπεριφερθούν οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής μας; Θα συμπεριφερθούν ως “υπνοβάτες”, όπως πολύ σωστά περιγράφει ο καθηγητής Βερέμης –ακολουθώντας τον Κρίστοφερ Κλαρκ– τις Μεγάλες Δυνάμεις τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου; Θα πέσουν σήμερα στην περίφημη “παγίδα του Θουκυδίδη”;
Μία πρόβλεψη για την εξέλιξη των συγκρούσεων αυτών είναι δύσκολο να αποτολμήσει κανείς, αλλά η ανάγνωση του βιβλίου που κρατάτε στα χέρια σας αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για να αποκτήσουμε τη γνώση που χρειαζόμαστε για την κατανόηση του παρελθόντος και την πρόγνωση του μέλλοντος.
Από τα ζητήματα που πραγματεύεται ο Θάνος Βερέμης στο σημαντικό αυτό βιβλίο θα ξεχώριζα:
Πρώτον, τη διαφορετική συμπεριφορά των συμμάχων απέναντι στη Γερμανία μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε σχέση με την αντίστοιχη συμπεριφορά τους μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Συνθήκη των Βερσαλλιών επέβαλε εξοντωτικές πολεμικές αποζημιώσεις στη Γερμανία με αποτέλεσμα σε είκοσι χρόνια περίπου να οδηγηθούμε στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτό δηλαδή που είχε προβλέψει ο Κέυνς (ο οποίος είχε συμμετάσχει στη διαπραγμάτευση της Συνθήκης των Βερσαλλιών ως νεαρός οικονομολόγος της βρετανικής αποστολής) στο πολύ γνωστό βιβλίο του “Οι οικονομικές συνέπειες της Ειρήνης”, το 1919, αλλά και πιο πριν, ο περίφημος Γάλλος στρατηγός Ferdinand Foch, ο οποίος μάλιστα το είπε αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης, αν και Γάλλος στρατηγός!
Δεύτερον, την προσπάθεια, όπως προαναφέρθηκε, δημιουργίας μίας Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το Μεσοπόλεμο, από φωτισμένους πολιτικούς στη Γερμανία, τη Γαλλία, αλλά και σε άλλες χώρες, οι οποίοι ήταν φιλειρηνιστές, όπως ο Γκούσταβ Στρέζεμαν, Υπουργός Εξωτερικών και Καγκελάριος της Γερμανίας, και ο Αριστείδης Μπριάν, Γάλλος Υπουργός Εξωτερικών, ο οποίος μάλιστα έγινε και Πρόεδρος της Πανευρωπαϊκής Ένωσης που είχε, όπως προαναφέρθηκε, ιδρύσει ο Αυστριακός πολιτικός Κούντενχοβε – Καλλέργης.
Μάλιστα οι Στρέζεμαν και Μπριάν βραβεύθηκαν με το Νόμπελ Ειρήνης για τη δράση τους υπέρ της ειρήνης, προσπάθεια που όμως απέτυχε, με συνέπεια την άνοδο του ναζισμού. Όπως γράφει ο Θάνος Βερέμης στο βιβλίο του, ο Χίτλερ και η επιτυχημένη, δυστυχώς όπως αποδείχθηκε, προπαγάνδα των Ναζί υποστήριζαν ότι το όραμα της δημιουργίας μίας Ενωμένης Ευρώπης με ειρηνικά μέσα ήταν προϊόν εβραϊκής χειραγώγησης!
Αυτή ήταν η απάντησή τους στη φιλειρηνική, πανευρωπαϊκή ιδέα των Στρέζεμαν, Μπριάν και Καλλέργη! Θέλω λοιπόν να ενώσω τη φωνή μου με αυτή πολλών άλλων, ιστορικών, οικονομολόγων, πολιτικών, για τη δημιουργία μίας περισσότερο Ενωμένης Ευρώπης σε σχέση με αυτήν που έχουμε σήμερα. Η ανάγκη γι’ αυτό δεν υπαγορεύεται μόνο από την οικονομία, αλλά και από τη δημοκρατία.
Τρίτον, το ρόλο της τέχνης, της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας, της επιστήμης, της πολιτικής οικονομίας αλλά και προικισμένων προσωπικοτήτων στη διαμόρφωση ιδεολογικών ρευμάτων, πολιτικών κινημάτων αλλά και επαναστάσεων, όπως η επανάσταση των μπολσεβίκων το 1917 στη Ρωσία από τον Λένιν, που ανέτρεψε τη θεωρία του Μαρξ ότι η επανάσταση του προλεταριάτου θα ξεκινούσε σε μία βιομηχανικά προηγμένη χώρα.
Ειδικά για την επιστήμη, μην ξεχνάμε το ρόλο που διαδραμάτισε το γεγονός ότι πρώτοι οι Αμερικάνοι κατασκεύασαν την ατομική βόμβα, με τη βοήθεια βεβαίως Εβραίων επιστημόνων και μηχανικών που είχαν φύγει από τη Γερμανία και την Αυστρία μετά την άνοδο του ναζισμού. Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν πρώτος ο Χίτλερ κατασκεύαζε τη βόμβα;
Για να έλθω στο σήμερα, ξεκινώ πρώτα από τη διαπίστωση ότι η επιστήμη και η τεχνολογία, όπως αντανακλώνται στην εποχή μας στην πρόοδο της Τεχνητής Νοημοσύνης, και αύριο ίσως στην πρόοδο των Κβαντικών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, μπορούν, εάν χρησιμοποιηθούν κυρίως για ειρηνικούς σκοπούς, να λύσουν πολλά προβλήματα, υπό την προϋπόθεση ότι η οικονομική πολιτική θα προσαρμόζεται και αυτή στην αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων.
Ως οικονομολόγος και κεντρικός τραπεζίτης, θέλω να επισημάνω ένα κρίσιμο δίδαγμα του 20ού αιώνα: Η αμφισβήτηση του πλέγματος των αξιών και αρχών του δυτικού κόσμου βρήκε γόνιμο έδαφος στην αποτυχία της οικονομικής πολιτικής να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των πολιτών.
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος εξερράγη σε συνθήκες σφοδρού οικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, ενώ ο φασισμός και ο ναζισμός δύσκολα θα επικρατούσαν εάν δεν μεσολαβούσε η κρίση του 1929 και δεν αποτύγχαναν οι προσπάθειες των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών (όσων βεβαίως υπήρχαν τότε) να την αντιμετωπίσουν.
Σήμερα τόσο οι οικονομικές όσο και οι νομισματικές αρχές είναι σοφότερες, και οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν θα βρεθούμε ποτέ στη θέση του Διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας, Μόνταγκιου Νόρμαν, πρωτεργάτη της συνεργασίας μεταξύ των κεντρικών τραπεζιτών την περίοδο του Μεσοπολέμου, ο οποίος στις αναμνήσεις του παραδέχθηκε ότι απέτυχαν σε όλα!
Πρέπει λοιπόν να αξιοποιήσουμε τη σοφία και την εμπειρία που έχουμε αποκτήσει ώστε, με τη βοήθεια της επιστήμης και της τεχνολογίας, να αντιμετωπίσουμε τις σύγχρονες προκλήσεις στον τομέα της οικονομίας, όπως οι ανισότητες και η φτώχεια, που τροφοδοτούν μεταξύ άλλων και τις μεταναστευτικές ροές.
Τέλος, πρέπει να αξιοποιήσουμε την πολυτιμότερη κληρονομιά του αιώνα που μας πέρασε, τους υπερεθνικούς οργανισμούς και φορείς διεθνούς συνεννόησης και συνεργασίας, για την αντιμετώπιση τόσο αυτών των προβλημάτων όσο και άλλων, καινοφανών, όπως η κλιματική αλλαγή.
Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, κατατάσσω τον εαυτό μου, στην ομάδα των αισιόδοξων για την πορεία αυτού του κόσμου».