Συντάξεις: Ποιοι χάνουν έως και 200 ευρώ από παράλληλη ασφάλιση
Από τις συμπληγάδες του νόμου Κατρούγκαλου, σύμφωνα με την «Απογευματινή», θα περάσουν ο επανυπολογισμός των συντάξεων και η καταμέτρηση του χρόνου για όσους είχαν παράλληλη ασφάλιση από το 2007 έως το 2016 στα τέως ΤΕΒΕ, ΤΣΑ, ΤΑΕ καθώς και στο Ταμείο Πρόνοιας Ξενοδόχων, με άμεση συνέπεια να χάσουν έως και 200 ευρώ από την πρόσθετη σύνταξη που θα λάμβαναν.
Ο ΕΦΚΑ επεξεργάζεται αυτή την περίοδο τις εκκρεμείς συντάξεις από παράλληλη ασφάλιση με στόχο την απόδοση αναδρομικών ποσών μέσα στον Απρίλιο, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ερωτήματα για το χειρισμό των παραπάνω περιπτώσεων. Και αυτό γιατί αν ο επανυπολογισμός γινόταν με το παλιό σύστημα, η αύξηση στη σύνταξη θα αντιστοιχούσε σε 1% για κάθε πρόσθετο χρόνο ασφάλισης.
Προσαύξηση 2% στις συντάξεις
Υστερα από ερωτήματα, η νομική υπηρεσία του υπουργείου Εργασίας, έκρινε ότι «όσοι μέχρι την έναρξη ισχύος του Οργανισμού είναι παράλληλα ασφαλισμένοι στα καταργούμενα Ταμεία και συνεχίζουν να ασφαλίζονται στον Οργανισμό Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών κατά τη συνταξιοδότησή τους και για κάθε χρόνο παράλληλης ασφάλισης δικαιούνται προσαύξηση κατά ποσοστό 2% στο ποσό της σύνταξής τους».
Εφόσον την 1/8/2008 δεν είχαν καταστεί συνταξιούχοι και είχαν παράλληλο χρόνο ασφάλισης μεταξύ του πρώην ΤΠΞ και ενός εκ των άλλων καταργηθέντων Ταμείων, η σύνταξή τους, εφόσον υπολογισθεί με τις διατάξεις του ΟΑΕΕ, θα προσαυξηθεί για τον χρόνο της παράλληλης ασφάλισης με το ποσό που αναλογεί σύμφωνα με τις διατάξεις του πρ. ΤΠΞ για τον χρόνο αυτό.
Με τις διατάξεις του νόμου Κατρούγκαλου η αξιοποίηση στην κύρια σύνταξη από τον e-ΕΦΚΑ του χρόνου παράλληλης υπολογίστηκε διαφορετικά. Ειδικότερα, χρονικά διαστήματα παράλληλης ασφάλισης που έχουν διανυθεί έως τις 31/12/2016 και για τα οποία έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές θεωρούνται διακριτοί, αυτοτελείς χρόνοι κύριας ασφάλισης. Έτσι, για χρόνο παράλληλης ασφάλισης έως τις 31/12/2016 που δεν έχουν ληφθεί υπόψη για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος χορηγείται επιπλέον παροχή (προσαύξηση) για κάθε έτος που έχει καταβληθεί επιπλέον εισφορά, η οποία υπολογίζεται με ετήσιο ποσοστό αναπλήρωσης 0,075% για καθεμία ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς.