Η Τράπεζα της Ελλάδος «βλέπει» ανάπτυξη 2,3% και πληθωρισμό 2,8% το 2024
Η ετήσια έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα. Οι προβλέψεις για την πορεία του ΑΕΠ και του πληθωρισμού, αλλά και τα τρία σημεία – «κλειδιά» για οικονομική σταθερότητα.
Με τη δήλωση ότι «αυτό είναι επιστροφή στην κανονικότητα» άνοιξε τις εργασίες της 91ης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων, την πρώτη με φυσική παρουσία ύστερα από μία τριετία, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.
Όπως υπογράμμισε, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να κινηθεί πολύ πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, με κινητήριους «μοχλούς» την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Ο τομέας του τουρισμού παρουσιάζει και εφέτος θετικές προοπτικές παρά τη διεθνή αβεβαιότητα, ενώ, οριακά αρνητική θα είναι η συμβολή του εξωτερικού τομέα.
Ακόμη, προέβη στις εκτιμήσεις αναφορικά με ρυθμό ανάπτυξης 2,3% και πληθωρισμό 2,8% για το 2024. Για το 2025, αναμένεται ανάπτυξη 2,5% και πληθωρισμός 2,2%, ενώ, για το 2026 τα αντίστοιχα μεγέθη προβλέπονται στο 2,3% και το 2,1%.
Τα τρία σημεία – «κλειδιά» για σταθερότητα
«Η αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα μαρτυρά την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία», σημείωσε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και απηύθυνε έκκληση να διατηρηθούν η πολιτική, η δημοσιονομική σταθερότητα και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
«Το γεγονός ότι χρειάσθηκαν πάνω από δεκατρία χρόνια για την επιστροφή της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα υποδηλώνει ότι η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονομίας και η αξιοπιστία της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής είναι κρίσιμοι παράγοντες, που ανακτώνται πολύ δύσκολα αν χαθούν και απαιτούν συνέπεια και συνετές πολιτικές», επεσήμανε.
«Η ελληνική οικονομία υστερεί στη απονομή δικαιοσύνης, την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής», προσέθεσε ο κεντρικός τραπεζίτης. Η ΤτΕ εκτιμά επιπλέον ότι το πρωτογενές πλεόνασμα έκλεισε στο 1,4% του ΑΕΠ ή και υψηλότερα το 2023 και μιλά για ενισχυμένη δημοσιονομική αξιοπιστία της χώρας.
Συνεπώς, το χρέος εκτιμάται ότι μειώθηκε μέσα στο 2023 κατά 10,7% επί του ΑΕΠ, για να «κλείσει» τη χρονιά στο 161,9% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010.
Η αισιοδοξία για τις επενδύσεις και τα χαμόγελα από τον τουρισμό
Η ελληνική οικονομία προβλέπεται ότι θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και το 2024, με υψηλότερο ρυθμό έναντι του 2023 και πολύ πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης.
Αναλυτικά, η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται να αυξηθεί κατά 2,3% το 2024, καθώς η ιδιωτική κατανάλωση (+1,7%) θα υποστηριχθεί από την αναμενόμενη άνοδο του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, λόγω της αύξησης του εισοδήματος από εξαρτημένη εργασία, της συνεχιζόμενης ανάκαμψης της απασχόλησης και της περαιτέρω αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού.
Οι επενδύσεις (+11,1%) θα συνεχίσουν να αυξάνονται με υψηλούς ρυθμούς, με τη στήριξη των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων. Οι πόροι αυτοί, σε συνδυασμό με την υψηλή ρευστότητα του τραπεζικού τομέα, θα προσελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια.
Οι υψηλοί ρυθμοί αύξησης των επενδύσεων αντικατοπτρίζουν τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, ιδιαίτερα μετά την αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης στην επενδυτική κατηγορία και τη σημαντική αποεπένδυση που είχε σημειωθεί την τελευταία δεκαετία.
Οι εξαγωγές (+3,7%) θα συνεχίσουν να αυξάνονται σημαντικά τα επόμενα χρόνια παρά την αναιμική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη, ενώ η απώλεια ανταγωνιστικότητας λόγω υψηλότερου μοναδιαίου κόστους εργασίας θα επιβαρύνει τη δυναμική τους. Παρ’ όλ’ αυτά, η συμβολή του εξωτερικού τομέα στο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας θα είναι ελαφρώς αρνητική, καθώς η έντονη επενδυτική δραστηριότητα θα αυξήσει σημαντικά τις εισαγωγές (+3,5%).
Ο τομέας του τουρισμού παρουσιάζει και εφέτος θετικές προοπτικές, παρά τη συνεχιζόμενη διεθνή αβεβαιότητα. Η συμβολή των ταξιδιωτικών εισπράξεων στην ελληνική οικονομία είναι σημαντική, καθώς μεταξύ άλλων ενισχύουν την ιδιωτική κατανάλωση και τις εξαγωγές υπηρεσιών, συγκρατώντας τη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Οι ευνοϊκοί –για την Ελλάδα– πρόδρομοι δείκτες τουριστικής δραστηριότητας, όπως ο προγραμματισμός αεροπορικών θέσεων και οι κρατήσεις ξενοδοχείων, επιβεβαιώνουν το θετικό κλίμα στον κλάδο, δημιουργώντας προσδοκίες για μία ακόμη ανοδική χρονιά.
Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές της αγοράς εργασίας παραμένουν θετικές. Αναμένεται περαιτέρω αύξηση της απασχόλησης (κατά 1,3% ετησίως) και υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας (σε 10,4%) το 2024, αντανακλώντας τη συνεχιζόμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας.
Τόσο ο γενικός εναρμονισμένος πληθωρισμός όσο και ο βασικός πυρήνας αναμένεται να υποχωρήσουν το 2024, καθώς όλες οι επιμέρους συνιστώσες εμφανίζουν τάσεις αποκλιμάκωσης. Παρά το κλίμα αβεβαιότητας που δημιουργούν οι γεωπολιτικές εξελίξεις, το 2024 ο πληθωρισμός, βάσει του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή, αναμένεται να επιβραδυνθεί περαιτέρω σε 2,8%, ενώ, ο πυρήνας του πληθωρισμού προβλέπεται να μειωθεί σημαντικά σε 3%.
Η επιτάχυνση της οικονομικής δυναμικής αναμένεται να επηρεάσει θετικά την παραγωγικότητα της εργασίας, ενώ οι μισθολογικές εξελίξεις ενδέχεται να έχουν αρνητική επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα.
Η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας αναμένεται να παραμείνει περιορισμένη το 2024 σε 1% (όσο και το 2023). Από την άλλη πλευρά, οι μέσες αποδοχές και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος θα εξακολουθήσουν να αυξάνονται με ρυθμούς παρόμοιους με εκείνους του 2023.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2024 προβλέπεται αύξηση των αμοιβών ανά μισθωτό κατά 5,4% (2023: 5,5%) και του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος κατά 4,4% (2023: 4,5%).
Οι τάσεις αυτές αναμένεται να ασκήσουν καθοδικές πιέσεις στα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων. Η άνοδος των αποδοχών το 2024 θα επηρεαστεί τόσο από την αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων όσο και από τη λήξη της αναστολής των επιδομάτων προϋπηρεσίας (τριετιών) των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, η οποία είχε νομοθετηθεί κατά την περίοδο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής.
Επιπλέον, επισπεύσθηκε νομοθετικά η διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού, προκειμένου να χορηγηθεί νέα αύξηση από την 1η Απριλίου 2024, η οποία –όπως ανακοινώθηκε την 29η Μαρτίου– θα είναι 6,4%.