Πλημμυρίσαμε από «πράσινες» KWh, αλλά ο καταναλωτής τις πληρώνει για «χρυσές»

Πολλοί θα αναρωτιούνται γιατί στην Ελλάδα, ενώ έχουμε τόση μεγάλη εγκατεστημένη ισχύ σε ΑΠΕ, είμαστε πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε σε ποσοστό συμμετοχής των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα, αναφορικά με την ηλεκτροπαραγωγή, όμως παρόλο αυτά πληρώνουμε ακριβά το ρεύμα.  

Τι κάνουν π.χ. οι άλλες χώρες που ενώ έχουν μικρότερο ποσοστό σε ΑΠΕ σε σχέση με εμάς, η χονδρική τιμή του ρεύματος είναι κατά πολύ μικρότερη από την δική μας και μάλιστα σε περιόδους που η ζήτηση της ενέργειας είναι χαμηλή και υπάρχει υπερπαραγωγή σε πράσινες KWh.

Μερικοί προφανή λόγοι είναι, ότι όλα τα ενεργειακά τους προϊόντα δεν περνούν μέσα από το χρηματιστήριο ενέργειας, αλλά ένα μικρό ποσοστό, σε αντίθεση με εμάς που περνούν σχεδόν το 90%. Δηλαδή η αγορά ενέργειας τους είναι δομημένη μέσα από πολλά προθεσμιακά συμβόλαια με κλειδωμένες τιμές, ή δεν ακολουθούν το target model (τον μηχανισμό τιμολόγησης του ρεύματος με βάση την χρηματιστηριακή τιμή του αερίου στον κόμβο της Ολλανδίας TTF) ή έχουν εγκαταστήσει μεγάλα αποθηκευτικά συστήματα της περίσσειας ΑΠΕ. Μάλιστα βλέπουμε σε πολλές χώρες, ειδικά της Β. Ευρώπης να μηδενίζει η τιμή της MWh ή και να παίρνει αρνητικές τιμές για μεγάλο διάστημα, ειδικά όταν επικρατούν ήπιες καιρικές συνθήκες και ταυτόχρονα η ζήτηση της ενέργειας είναι σχετικά χαμηλή.

Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο και στην χώρα μας τα τελευταία χρόνια βλέπουμε το κοντέρ της MWh πολλές μέρες και για πολλές ώρες σχεδόν να μηδενίζει, αλλά η τιμή της λιανικής δεν ακολουθεί την ανάλογη μείωση. Σίγουρα κάτι επηρεάζει τον δικό μας μηχανισμό τιμολόγησης της λιανικής MWh.

Πάμε να δούμε τι ακριβώς είναι αυτό που δεν αφήνει την λιανική τιμή χρέωσης της KWh να ‘’κατρακυλήσει’ χαμηλά, εξηγώντας με παραδείγματα πως εφαρμόζεται ο μηχανισμός τιμολόγησης του ρεύματος.

Η χονδρική τιμή του ρεύματος κάθε μέρα διαμορφώνεται την προηγούμενη. Οι προμηθευτές ενέργειας δηλώνουν στο Χρηματιστήριο Ενέργειας τις ποσότητες που θα χρειαστούν όλοι οι καταναλωτές στην Ελλάδα ή σε άλλες χώρες, ανά ώρα για το επόμενο 24ωρο. Η ζήτηση είναι διαφορετική κάθε ώρα, αφού το πρωί η κατανάλωση είναι μεγαλύτερη, καθώς όλη η οικονομία δουλεύει στο φουλ, ενώ τις βραδινές ώρες είναι μικρότερη.

Αντίστοιχα, οι παραγωγοί καταθέτουν προσφορές ενέργειας ανά ώρα για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση. Στο σύστημα μπαίνουν κατά προτεραιότητα οι ΑΠΕ με μηδενική τιμή, έχοντας διασφαλίσει μέσω συμβάσεων εγγυημένες τιμές ανεξάρτητα από την τιμή της αγοράς. Στην αρχή γίνονται αποδεκτές οι φθηνότερες προσφορές με τις αντίστοιχες συμβατικές μονάδες (αέριο, πετρέλαιο, λιγνίτη κλπ). Αφού οι φθηνές μονάδες καλύψουν όποιο μέρος μπορούν της αναγκαίας Ενέργειας, αρχίζουν να γίνονται δεκτές στην συνέχεια και οι προσφορές ρεύματος από τις ακριβότερες μονάδες, μέχρι να κλείσει η εκτιμώμενη ζήτηση της επόμενης ημέρας.

Η αποκαλούμενη Οριακή Τιμή Συστήματος (ΟΤΣ) ανά ώρα είναι η ακριβότερη προσφορά που θα δώσει κάποιος παραγωγός για να καλύψει την τελευταία MWh που χρειάζεται το σύστημα.

Για παράδειγμα, αν το σύστημα χρειάζεται ακόμη 2 MWh για να συμπληρώσει την απαιτούμενη Ενέργεια πχ για το διάστημα 8 με 9 το βράδυ της επομένης ημέρας και η μόνη προσφορά που έχει είναι στα 300 ευρώ ανά μεγαβατώρα, τότε η Οριακή Τιμή του Συστήματος για εκείνη την ώρα θα διαμορφωθεί στα 300 ευρώ. Η Τελική Οριακή Προσφορά ανά ώρα αποτελεί την τιμή με την οποία θα πληρωθούν όλοι οι παραγωγοί ρεύματος ανεξαρτήτως της τιμής στην οποία πρόσφεραν τη δική τους Ενέργεια. Δηλαδή ‘’ο ελέφαντας είναι ήδη μέσα στο δωμάτιο’’.

Έτσι λειτουργεί η ημερήσια αγορά στο Χρηματιστήριο Ενέργειας. Υπάρχει και η αγορά εξισορρόπησης. Αυτή λειτουργεί σε πραγματικό χρόνο. Εάν διαπιστωθεί ότι οι εκτιμήσεις για την κατανάλωση της προηγούμενης ημέρας δεν ήταν σωστές και χρειάζεται περισσότερη Ενέργεια την επομένη, ο Διαχειριστής (ΑΔΜΗΕ) ζητάει περισσότερη Ενέργεια από τους Παραγωγούς, η οποία, οι πάροχοι την προσφέρουν με πολλαπλάσιες τιμές από αυτές που είχαν δώσει την προηγούμενη μέρα. Εκεί ‘’αρχίζει το παιχνίδι’’.

Δηλαδή την προηγούμενη μέρα είχε δώσει κάποιος πχ για το διάστημα της ώρας 8 με 9 το βράδυ 50 ευρώ την ΜWh , ενώ όταν του ζητήθηκε να δώσει επιπλέον ΜWh την επόμενη μέρα, γιατί ο Διαχειριστής υποεκτίμησε την ζήτηση, το σύστημα για να μην κρασσάρει, αφού τις έχει ανάγκες αυτές τις επιπλέον μεγαβατώρες, αναγκαστικά τις πληρώνει όσο όσο για να μην συμβεί μπλακάουτ, δηλ. ακόμα και 10 φορές πάνω. Αυτή η τιμή λέγεται τιμή εξισορρόπησης, με αυτή την δεκαπλάσια τιμή, εκκαθαρίζεται η οριακή τιμή και αυτή περνάει στην λιανική με τα ανάλογα περιθώρια κέρδους, ενώ ενεργοποιούνται και οι γνωστές ρήτρες αναπροσαρμογής.

Αν είχαμε μπαταρίες και αποθηκεύαμε την περίσσεια πράσινη ενέργεια από την προηγούμενη ημέρα, τότε το επόμενο βράδυ από τις 8 μέχρι τις 9 δεν θα έρχονταν ο ακριβός παραγωγός να σου πουλήσει μεγαβατώρα από αέριο με 10πλάσια τιμή, διότι η επιπλέον ζήτηση θα καλυπτόταν από την μπαταρία.

Φυσικά μέσα σ’ όλα οι πάροχοι χρεώνουν πέρα από τα περιθώρια κέρδους και προσαυξήσεις λόγω απωλειών του δικτύου, είτε φυσιολογικές κατά την μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας από τον υποσταθμό στο τελικό καταναλωτή (φαινόμενο joule) ή από μη φυσιολογικές όπως η ρευματοκλοπή. Η προσαύξηση αυτή πολλές φορές φτάνει και το 13% προκειμένου να κλείσει η τρύπα των απωλειών που εκτιμάται ότι αυτή υπερβαίνει τα 400 εκατομμύρια κάθε χρόνο.

Μιχάλης Χριστοδουλίδης

Διπλ. Μηχανολόγος Μηχανικός ΑΠΘ