ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Δώρο Πάσχα: Ποιοι δικαιούχοι θα λάβουν περισσότερα λεφτά - Μέχρι πότε πληρώνεται

Δώρο Πάσχα: Ποιοι δικαιούχοι θα λάβουν περισσότερα λεφτά - Μέχρι πότε πληρώνεται

Για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα που λαμβάνουν τον κατώτατο μισθό, το δώρο Πάσχα θα είναι αυξημένο

Δώρο Πάσχα πρέπει να λάβουν οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα μέχρι και τη Μεγάλη Τετάρτη, 1 Μαΐου. Το δώρο Πάσχα θα είναι «φουσκωμένο» για όσους αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Δικαίωμα σε αυτό έχουν όλοι οι μισθωτοί που απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, πλήρους ή μερικής απασχόλησης σε οποιοδήποτε εργοδότη. Δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά και συνταξιούχοι, δεν λαμβάνουν το δώρο Πάσχα μετά την υιοθέτηση σχετικών μνημονιακών νόμων.

Φέτος, πάντως για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα που λαμβάνουν τον κατώτατο μισθό, το Δώρο θα είναι αυξημένο, καθώς η αναπροσαρμογή των κατώτατων αποδοχών από τα 780 ευρώ στα 830 ανεβάζει έως και 1/4 το Δώρο Πάσχα.

Πώς υπολογίζεται το Δώρο του Πάσχα

Συγκεκριμένα, ένας εργαζόμενος, ο οποίος έχει προσληφθεί το αργότερο από την 1η Ιανουαρίου 2024 και απασχολείται και τον Απρίλιο του 2024, χωρίς την αύξηση του κατώτατου μισθού τον Απρίλιο θα έπαιρνε Δώρο Πάσχα 333 ευρώ. Λόγω όμως της νέας αναπροσαρμογής κατά 6,4% με ισχύ από 1η Απριλίου το δώρο Πάσχα αυξάνεται αντίστοιχα στο σκέλος του που αφορά τον Απρίλιο.

Έτσι ο εν λόγω εργαζόμενος θα λάβει το Πάσχα ποσό ύψους 337 ευρώ. Το Δώρο Πάσχα, όπως και αυτό των Χριστουγέννων, το δικαιούνται όλοι οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα στην ελληνική επικράτεια σύμφωνα με την Εθνική Γενική ΣΣΕ.

Οι διατάξεις του θεσμικού πλαισίου για τα δώρα εορτών είναι δημοσίας τάξεως, με συνέπεια να μην επιτρέπεται και να είναι άκυρη κάθε αντίθετη ρητή ή σιωπηρή συμφωνία, καθώς και η παραίτηση του εργαζόμενου από την αξίωση καταβολής τους. Επομένως, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, όλοι οι μισθωτοί που απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, πλήρους ή μερικής απασχόλησης σε οποιοδήποτε εργοδότη δικαιούνται Δώρο Πάσχα. Για τον υπολογισμό του ποσού του δώρου Πάσχα λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος αμοιβής των μισθωτών, δηλαδή αν αμείβονται με ημερομίσθιο ή με μισθό. Η χρονική περίοδος που υπολογίζεται το δώρο αρχίζει από την 1 Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου κάθε έτους. Πρόκειται για το μισό μηνιαίο μισθό αν αμείβεται με μισθό και 15 ημερομίσθια αν αμείβεται με ημερομίσθιο.

Μέχρι πότε πρέπει να εξοφληθεί το Δώρο

Σε περίπτωση όμως που η σχέση εργασίας κάποιου μισθωτού με τον εργοδότη του δεν είχε διάρκεια ολόκληρο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα είτε γιατί αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του, είτε γιατί απολύθηκε, δικαιούται να λάβει αναλογία Δώρου η οποία υπολογίζεται ως εξής: Προκειμένου για αμειβόμενο με μισθό, ποσό ίσο με 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού ή ένα ημερομίσθιο ανάλογα με το συμφωνημένο τρόπο αμοιβής, για κάθε 8 (οκτώ) ημερολογιακές ημέρες.

Σε περίπτωση που κάποιος εργαστεί λιγότερο από οκτώ ημέρες δικαιούται ανάλογο κλάσμα για Δώρο Πάσχα.

Το Δώρο Πάσχα πρέπει να εξοφληθεί ως και την Μεγάλη Τετάρτη, φέτος δηλαδή την 1η Μαΐου, αλλά οι εργοδότες μπορούν να το καταβάλλουν και νωρίτερα, αν το επιθυμούν.

Τι ισχύει στις περιπτώσεις ασθένειας

Αν ο μισθωτός ασθένησε κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα θα αφαιρεθούν μόνο οι ημέρες που έλαβε επίδομα ασθενείας απ τον ασφαλιστικό φορέα.

Παράδειγμα: Αν ένας μισθωτός απουσίασε από την εργασία του λόγω ασθένειας 60 μέρες και πήρε επίδομα ασθενείας από το ασφαλιστικό του ταμείο μόνο για 40 ημέρες, θα αφαιρεθούν από το χρονικό διάστημα της εργασιακής σχέσης μόνο οι 40 ημέρες για τις οποίες επιδοτήθηκε και όχι οι 60.

Δεν υπολογίζονται οι μέρες κατά τις οποίες ο μισθωτός απείχε από την εργασία του αδικαιολόγητα ή λόγω άδειας χωρίς αποδοχές.

Δεν λαμβάνεται υπόψη το διάστημα απουσίας των εργαζομένων λόγω συνδικαλιστικής δραστηριότητας (δηλαδή ο χρόνος της συνδικαλιστικής άδειας)

Σχετικά με την απεργία, η δικαστηριακή νομολογία δέχεται ότι οι ημέρες της απεργίας δεν υπολογίζονται στο χρόνο διάρκειας της εργασιακής σχέσης γιατί η αποχή του μισθωτού οφείλεται σε δική του θέληση και δεν μπορεί επομένως να χαρακτηριστεί σαν δικαιολογημένη απουσία.

Κατ’ αναλογία το ίδιο ισχύει και με τις στάσεις εργασίας αφού και αυτές αποτελούν στην πραγματικότητα απεργία.