Κρίση στο κακάο: Έρχεται το τέλος της σοκολάτας; Μεγαλώνει η ανησυχία και στην ελληνική αγορά
Αν ο Ρόαλντ Νταλ έγραφε σήμερα το κλασικό παιδικό βιβλίο, ο τίτλος σίγουρα θα ήταν «Ο Τσάρλι και το Πανάκριβο Εργοστάσιο Σοκολάτας».
Κι αυτό γιατί ο συνδυασμός συγκεκριμένων παραγόντων έχει εκτινάξει την τιμή του κακάο, που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία ποικίλων ειδών σοκολάτας σε εξωπραγματικά επίπεδα, με τους σοκολατοποιούς να προετοιμάζονται για τα χειρότερα.
Πολλές βιομηχανίες, έχουν είτε μειώσει το μέγεθος των προϊόντων τους, είτε αυξάνουν την τιμή στη μαύρη σοκολάτα (σ.σ. είναι το είδος σοκολάτας που έχει υποστεί την λιγότερη επεξεργασία). Άλλες πάλι αντικαθιστούν ή ανακατεύουν το βούτυρο κακάο με στερεά γάλακτος ή αποξηραμένα φρούτα.
Η τιμή του κακάο ήδη από τον περασμένο Οκτώβριο έχει φτάσει στα ύψη, αφού για πρώτη φορά, το ψημένο κακάο κοστίζει πάνω από 10.000 δολάρια ανά μετρικό τόνο, τριπλάσια αύξηση μέσα σε μόλις έξι μήνες.
Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται σε κακές συγκομιδές στην Ακτή Ελεφαντοστού και τη Γκάνα, τις μεγαλύτερες χώρες-παραγωγούς κακάο.
Συνδυασμός παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της ξηρασίας εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, τα αλλόκοτα καιρικά μοτίβα εξαιτίας του Ελ Νίνιο, την μυκητιακή νόσο των μαύρων κόκκων και την ηλικία των δέντρων έχουν οδηγήσει σε χαμηλότερη απόδοση και ως αποτέλεσμα, αυξημένες τιμές.
«Παγώνει» η αγορά
Στην πραγματικότητα η ρυθμιστική αρχή κακάο της Ακτής Ελεφαντοστού, Le Conseil Café-Cacao έχει «παγώσει» τις μελλοντικές πωλήσεις κακάο για την σεζόν 2024-2025 μέχρι να έχει σαφή εικόνα για την αναμενόμενη παραγωγή του κακάο, κάτι που έχει επηρεάσει περαιτέρω τις προμήθειες.
Η απότομη αύξηση της τιμής των πρώτων υλών έχει τρομάξει την παγκόσμια βιομηχανία σοκολάτας, ενώ δεν αφήνει περιθώριο στις εταιρείες, που περνούν το κόστος στους καταναλωτές.
Η District Origins ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια παραγωγής κακάο εκλεκτής γεύσης στην Ασία, επωμίζεται το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης των τιμών. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι προμηθεύτηκε ωμά φασόλια κακάο από φάρμες κοντά στον ποταμό Godavari στην περιοχή Telangana για 820 ρουπίες το κιλό στις 3 Απριλίου, σε σχέση με τον Δεκέμβριο που ήταν στα 250 ρουπίες το κιλό.\
Έκθεση της JP Morgan αποκαλύπτει ότι οι μη εμπορικοί επενδυτές έχουν πλέον πάνω από το 60% του ανοιχτού ενδιαφέροντος σε συμβόλαια για κακάο στην αγορά της Νέας Υόρκης, σε ιστορικό υψηλό. «Άνθρωποι που δεν έχουν καμία σχέση με τη σοκολάτα διαπραγματεύονται το εμπόρευμα». Πολλοί σοκολατοποιοί πάντως συμπεριλαμβανομένων των βιομηχανιών «χειροποίητης*» σοκολάτας αρχίζουν να στρέφουν την προσοχή τους στους ντόπιους καλλιεργητές.
*Η χειροποίητη σοκολάτα, συνήθως υποδηλώνει μία διαδικασία που περιλαμβάνει μεγάλη επιδεξιότητα από την πλευρά του κατασκευαστή, που γίνεται με το χέρι ή σε μικρές παρτίδες. Άλλος όρος που χρησιμοποιείται εναλλακτικά είναι το «bean to bar», αφού ουσιαστικά οποιοσδήποτε ορισμός παραμένει ρευστός.
Γίγαντες της ζαχαροπλαστικής αναμένεται να αλλάξουν την περιεκτικότητα του κακάο στις σοκολάτες τους για να μετριάσουν τις επιπτώσεις της ανόδου της τιμής, που παρουσιάζει μία ευκαιρία για τις εταιρείες που ασχολούνται με την «χειροποίητη» σοκολάτα.
Φόβοι και στην Ελλάδα
Σύμφωνα με παραγωγούς σοκολάτας, οι καταναλωτές τώρα είναι πρόθυμοι να πληρώσουν για υψηλής ποιότητας σοκολάτα, κάτι που επιτρέπει στους καλλιεργητές, ειδικά στην Ινδία που παραμένουν κακοπληρωμένοι να απαιτήσουν μία σωστή τιμή. Το ινδικό κακάο είναι μοναδικό, αναφέρει ο Διευθύνων Σύμβουλος σοκολατοβιομηχανίας.
Παρόλο που πολλοί παραγωγοί εκτιμούν ότι η τιμή του κακάο θα βελτιωθεί, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι θα πέσει στα επίπεδα πριν τον Δεκέμβριο. Μάλιστα μεγάλη σοκολατοβιομηχανία ψάχνει να εκτρέψει μεγάλο μερίδιο του κακάο προς τις εξαγωγές, ανεβάζοντας παράλληλα την τιμή.
Την ίδια ώρα μεγάλη είναι η ανησυχία και στην ελληνική αγορά ενόψει Πάσχα, αφού η κρίση στην αγορά της σοκολάτας επηρεάζει και την Ευρώπη, με εργοστάσια να κλείνουν μέχρι και στη Γερμανία, ενώ με τους νέους όρους δεν είναι σαφές πόσο κακάο θα μπορέσει να φτάσει στην Ευρώπη, με την πίεση να μεγαλώνει, καθώς τα αποθέματα είναι ήδη μειωμένα, και θα περάσουν ακόμα και τρία έως πέντε χρόνια για να αρχίσουν να αποδίδουν οι νέες καλλιέργειες και να βγει στην αγορά νέα παραγωγή.