Οι αλλαγές στις ασφαλιστικές εισφορές και τις αυξήσεις στις συντάξεις
Ο δείκτης μεταβολής των μισθών θα λαμβάνεται ως δείκτης αναφοράς καθώς αλλαγές έρχονται στις ασφαλιστικές εισφορές των μη μισθωτών, αλλά και στη διαδικασία υπολογισμού των αυξήσεων των συντάξεων από το 2025 και μετά.
Πρόκειται για θεσμοθετημένη παρέμβαση ήδη από το 2020, που πρέπει να εφαρμοστεί με το νέο έτος. Ήδη στο υπουργείο Εργασίας έχουν δημιουργήσει τη σχετική Επιτροπή που πρόκειται να ξεκινήσει συνεδριάσεις επί του θέματος και σε συνεργασία με την ΕΛΣΤΑΤ να καθοριστεί ο συγκεκριμένος δείκτης.
Θα ελέγχεται η μεταβολή των μισθών από το 2002 και μετά, με συνέπεια από το αποτέλεσμα που θα προκύπτει να κρίνεται εάν οι νέες συντάξεις θα είναι υψηλότερες ή χαμηλότερες από τις τωρινές. Ανάλογη θα είναι και η επίδραση στις ασφαλιστικές εισφορές των μη μισθωτών. Υπενθυμίζεται ότι έως τώρα η παρέμβαση σε αυτά τα δύο πεδία γινόταν κυρίως σε σχέση με την ετήσια πορεία του πληθωρισμού.
Έτσι προέκυψαν δύο διαδοχικές αυξήσεις στις καταβαλλόμενες συντάξεις το 2023 και το 2024 (αντίστοιχα 7,5% και 3%), αλλά καταγράφηκαν και δύο ανάλογες αυξήσεις στις ασφαλιστικές εισφορές των μη μισθωτών ασφαλισμένων (9,6% το 2023 και 3,5% το 2024).
Το νέο μοντέλο δεν θα έχει επίδραση στις καταβαλλόμενες συντάξεις, αλλά θα επηρεάζει το ύψος των νέων συντάξεων, που θα προκύψουν από το 2025 και μετά. Ουσιαστικά, η συγκεκριμένη παρέμβαση που είχε προβλεφθεί στον «νόμο Βρούτση» (ν. 4670/20) στοχεύει σε πιο «δίκαιες» συντάξεις, αλλά και ασφαλιστικές εισφορές, αφού θα συνδέονται πιο άμεσα με τους μισθούς που καταβάλλονται κατά την τρέχουσα, αλλά και την αμέσως προηγούμενη χρονική περίοδο.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, για τις ασφαλιστικές εισφορές «από την 1η Ιανουαρίου 2025 και εφεξής τα ποσά των ασφαλιστικών κατηγοριών προσαυξάνονται κατ’ έτος κατά τον δείκτη μεταβολής μισθών».
Η εγκύκλιος του ΕΦΚΑ
Σχετική επισήμανση έχει ήδη γίνει και από τον ΕΦΚΑ, καθώς σε εγκύκλιο του Φορέα έχει καταγραφεί ότι «η αναπροσαρμογή των συντάξιμων αποδοχών, για το διάστημα έως και το έτος 2024, διενεργείται κατά τη μεταβολή του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Η προσαύξηση των συντάξιμων αποδοχών για το διάστημα από το 2025 και εφεξής διενεργείται με βάση τον δείκτη μεταβολής μισθών, που υπολογίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ».
Το πρόβλημα που ενδεχομένως να προκύψει, όμως, αφορά περιόδους κατά τις οποίες οι μισθοί κινήθηκαν σε χαμηλά επίπεδα, κάτι που συνέβη την τελευταία 15ετία, λόγω της οικονομικής κρίσης που βίωσε η χώρα.
Εκεί, είναι πιθανό ο δείκτης μισθολογικού κόστους να μην καταλήξει σε ιδιαίτερα θετικό αποτέλεσμα για τις συντάξεις που θα απονέμονται από το νέος έτος και μετά. Αντίστοιχα, λόγω πιθανής μείωσης εσόδων για τον ΕΦΚΑ, ίσως προκύψει περαιτέρω επιβάρυνση για τους μη μισθωτούς ασφαλισμένους, καθώς θα πρέπει να καλύψουν τη διαφορά που ενδεχομένως να προκύψει, με υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές που θα πρέπει να καταβάλλουν.
Δύσκολη υπόθεση
Πάντως, ο καθορισμός ενός τέτοιου δείκτη φαίνεται ότι δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και το σύστημα ΕΡΓΑΝΗ, που καταγράφει σε «πραγματικό χρόνο» τις ροές μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, κάνει μια ισχνή αναφορά περί αύξησης «μέσου μισθού», που για το 2023 ήταν 6,3%, χωρίς πάντως να εστιάζει σε αυτό το μέγεθος, ακριβώς επειδή δεν θεωρεί ως απόλυτα έγκυρη, άρα και αξιόπιστη στατιστικά, τη διαδικασία συλλογής στοιχείων.