Wall Street: Απώλειες σε όλους τους δείκτες από την ιρανική επίθεση στο Ισραήλ
Οι ραγδαίες εξελίξεις στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής έφεραν απώλειες στη Wall Street. Η πυραυλική επίθεση του Ιράν κατά του Ισραήλ είχε άμεση επίπτωση αλλά κοντά στο τέλος της συνεδρίασης οι πιέσεις στους δείκτες είχαν περιοριστεί, με τον Nasdaq να παραμένει ο μεγαλύτερος χαμένος της πρώτης ημέρας του Οκτωβρίου.
Συγκεκριμένα, ο Dow Jones έκλεισε με πτώση 0,41% στις 42.156 μονάδες, ο S&P 500 υποχώρησε κατά 0,93% και τις 5.708 μονάδες και ο Nasdaq διολίσθησε σε ποσοστό 1,53% φτάνοντας τις 17.910 μονάδες.
Αντιστοίχως, στην αγορά ομολόγων οι αποδόσεις έχασαν έδαφος με την απόδοση του 10ετούς να πέφτει στο 3,741% και του 2ετούς να προσγειώνεται στο 3,617%.
O δε, λεγόμενος δείκτης φόβου VIX ανέβηκε στις 19 μονάδες, ήτοι μια ανάσα από το όριο των 20 μονάδων που αποτελεί «καμπανάκι» για τους traders.
«Ο φόβος της μόλυνσης λειτουργεί ήδη αποσταθεροποιητικά. Πέρα από τον αντίκτυπο στις ανθρώπινες ζωές, οι αγορές πλήττονται άμεσα όταν υπάρχουν δυνάμεις που σχεδόν υπόσχονται κάποιο βαθμό αποσταθεροποίησης» εξήγησε χαρακτηριστικά στο CNBC, ο Κιθ Μπιουκάναν της Globalt Investments.
Βέβαια, το κλίμα στην αμερικανική αγορά ήταν στραβό από την αρχή, καθώς οι επενδυτές απογοητεύτηκαν καταρχάς από τα νεότερα στοιχεία για τις κενές θέσεις εργασίας.
Με δεδομένο τον στρατηγικό ρόλο που θα παίξει η εικόνα της αγοράς εργασίας στον ρυθμό αποκλιμάκωσης των επιτοκίων που θα υιοθετήσει η Federal Reserve, οι τρεις σχετικές εκθέσεις της εβδομάδας βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της αγοράς.
Η αρχή έγινε σήμερα με την έκθεση για τις κενές θέσεις εργασίας (JOLTS), ενώ θα ακολουθήσει η έκθεση ADP για τις προσλήψεις στον ιδιωτικό τομέα με το πακέτο των ανακοινώσεων να ολοκληρώνεται την Παρασκευή με το κρίσιμο Job Report του Σεπτεμβρίου.
Αν τα στοιχεία είναι αδύναμα, τότε το συμβούλιο θα έχει πιθανότατα τα περιθώρια να προχωρήσει σε ακόμη μία γενναία πτώση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης τον Νοέμβριο, αλλιώς το επόμενο βήμα της θα περιοριστεί σε μια μετριοπαθή περικοπή 25 μονάδων.
Δυστυχώς, οι κενές θέσεις εργασίας αυξήθηκαν άνω του αναμενόμενου με τις αντοχές του κλάδου να λειτουργεί σαν τροχοπέδη για τη διατήρηση ενός δυναμικού ρυθμού μείωσης των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα.
Ο αριθμός των κενών θέσεων εργασίας ανέβηκε τον Αύγουστο κατά 329.000 ξεπερνώντας τα 8 εκατ. από 7,7 εκατ. τον Ιούλιο, σε αντίθεση με τις προβλέψεις των αναλυτών που περίμεναν το δείκτη να μείνει αμετάβλητος. Έτσι, οι κενές θέσεις, αν και έχουν μειωθεί αισθητά από το ιστορικό υψηλό των 12,2 εκατ. που είχαν καταγράψει το Μάρτιο του 2022, παραμένουν σε επίπεδα υψηλότερα από αυτά που κυμαίνονταν πριν την πανδημία.
Στα απογοητευτικά αυτά στοιχεία ήρθαν να προστεθούν και να βαρύνουν το κλίμα οι πληροφορίες περί επικείμενου χτυπήματος του Ιράν κατά του Ισραήλ, που αποδείχτηκαν τελικά ορθές. Λίγο πριν τις 20:00 ώρα Ελλάδος ήχησαν οι σειρήνες σε μεγάλο τμήμα της ισραηλινής επικράτειας, καθώς ο ουρανός φωτίστηκε από δεκάδες ιρανικούς βαλλιστικούς πυραύλους.
Με την είδηση του ιρανικού χτυπήματος οι πετρελαϊκές τιμές έκαναν άλμα κοντά στο 5%, πριν επανέλθουν σταδιακά κάτω από το 3%. Και η αναταραχή αυτή επηρέασε τις ισορροπίες σε αρκετούς επιμέρους κλάδους της αγοράς.
Οι μετοχές των ενεργειακών κολοσσών κέρδισαν έδαφος κόντρα στο αρνητικό ρεύμα της ημέρας ακολουθώντας το άλμα στις διεθνείς τιμές του μαύρου χρυσού. Ξεχώρισαν κυρίως η Halliburton, η Hess και η Occidental Petroleum.
Μάλιστα, ο ενεργειακός δείκτης ήταν μακράν ο μεγάλος κερδισμένος του δείκτη S&P 500 με άνοδο κοντά στο 2%.
Αντιστοίχως σε μίνι ράλι επιδόθηκαν οι μετοχές των αμυντικών βιομηχανιών των ΗΠΑ, κάποιες από τις οποίες άγγιξαν και νέα ιστορικά υψηλά. Έτσι, Lockheed Martin και RTX (ήτοι η πρώην Raytheon) έφτασαν σε νέα ρεκόρ, ενώ ισχυρά κέρδη κατέγραψαν επίσης η L3Harris και η Northrop Grumman.
Στον αντίποδα οι τεχνολογικές μετοχές δέχτηκαν σημαντικές πιέσεις, με τις Tesla, Nvidia και Apple να χάνουν πάνω από 3%.
Στις μεγάλες χαμένες ξεχώρισε επίσης η μετοχή της HP Inc. μετά την υποβάθμιση της από την Citi και η μετοχή της Walt Disney μετά την υποβάθμιση της από την Raymond James.