Ρεύμα: Γιατί εκτοξεύονται οι τιμές

Στο ηλεκτρικό ρεύμα κατεγράφη αύξηση ύψους 50% μέσα σε έναν μήνα, ενώ, τετραπλάσια είναι η κατανάλωση φυσικού αερίου, που εξαντλείται με ραγδαίους ρυθμούς.

Η ενεργειακή κρίση επανέρχεται δυναμικά στην Ευρώπη, με τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος να αυξάνονται ραγδαία, κυρίως στα Βαλκάνια και στην Ελλάδα. Ειδικοί επιστήμονες αναλύουν στο Βήμα της Κυριακής τις αιτίες της αύξησης και τις δομικές αδυναμίες της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας, που διαιωνίζουν τις ανισότητες μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης.

Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή Παντελή Κάπρο, βασικοί παράγοντες της αύξησης είναι οι περιορισμένες υδάτινες πηγές, η μειωμένη διαθεσιμότητα πυρηνικών και θερμικών μονάδων στα Βαλκάνια, καθώς και η αυξημένη ζήτηση λόγω ακραίων καιρικών φαινομένων. Η έλλειψη διασυνδέσεων μεταξύ Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης εντείνει το πρόβλημα, καθώς περιορίζονται οι ροές ενέργειας από χώρες με χαμηλότερο κόστος παραγωγής.

Ο καθηγητής Παντελής Μπίσκας σημειώνει ότι η τεχνητή μείωση των εξαγωγών από τη Δυτική Ευρώπη επιδεινώνει την κατάσταση, αυξάνοντας τις τιμές στα Βαλκάνια. Ο ίδιος και ο καθηγητής Σταύρος Παπαθανασίου τονίζουν την αναγκαιότητα ενίσχυσης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), οι οποίες συμβάλλουν στη μείωση του κόστους παραγωγής. Χωρίς αυτές, οι τιμές θα ήταν πολύ υψηλότερες.

Ωστόσο, η Ελλάδα αντιμετωπίζει εγγενείς παθογένειες στην αγορά ενέργειας. Η περιορισμένη χρήση διμερών συμβολαίων σταθερών τιμών και η εξάρτηση από τη χονδρεμπορική αγορά προκαλούν απρόβλεπτες αυξομειώσεις, οι οποίες μετακυλίονται στους καταναλωτές. Ο κ. Κάπρος προτείνει θεσμικά μέτρα αναδιοργάνωσης και την αξιοποίηση των ΑΠΕ μέσω διμερών συμβολαίων για τη σταθεροποίηση του κόστους.

Παράλληλα, η λειτουργία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, όπου η ακριβότερη μονάδα παραγωγής καθορίζει την τιμή όλης της αγοράς, δέχεται έντονη κριτική. Ο κ. Παπαθανασίου εξηγεί ότι αυτό το μοντέλο δημιουργεί στρεβλώσεις και απαιτείται αναθεώρησή του σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Μακροπρόθεσμα, η αύξηση των ΑΠΕ και η ανάπτυξη δικτύων αποθήκευσης ενέργειας αποτελούν μονόδρομο για τη βιώσιμη μείωση του κόστους ενέργειας.