Κίνδυνος ντόμινο αν βγει η Ελλάδα ή η Ισπανία από την ευρωζώνη
Ο καθηγητής Μπόφινγκερ είναι ένας από τους πέντε αποκαλούμενους «σοφούς» που συμβουλεύουν τη γερμανική κυβέρνηση και όπως σημειώνει, ήδη σε χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία, παρατηρείται μαζική φυγή κεφαλαίων και αυτές οι ίδιες οι ισπανικές και ιταλικές τράπεζες προτιμούν να έχουν τα χρήματά τους στη γερμανική Κεντρική Τράπεζα (Ομοσπονδιακή Τράπεζα), αντί στην ισπανική ή την ιταλική Κεντρική Τράπεζα. Ως εκ τούτου, θεωρεί πως μια ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη, θα ενίσχυε την τάση φυγής κεφαλαίων, κάτι που καθιστά τόσο δύσκολη την κατάσταση των τραπεζών στην Ισπανία και την Ιταλία. Αναφέροντας, πως όλα αλληλοεπηρεάζονται, όπως τα προβλήματα των τραπεζών και η κατάσταση του κράτους, παρατηρεί πως «σε μια τέτοια ασταθή κατάσταση θα πρέπει να αποφεύγονται όλα όσα εντείνουν την αστάθεια και πως μια έξοδος από αυτή τη συστημική κρίση εξαρτάται από τη Γερμανία, που θα πρέπει να αρχίσει να αναρωτιέται αν βλέπει το μέλλον της στο ευρώ ή στο γερμανικό μάρκο. Αυτό το ερώτημα πρέπει να τεθεί στη μεγαλύτερη δυνατή βάση και να ξεκαθαριστεί μαζί με τους πολίτες και αφού ξέρουμε κατόπιν τι θέλουμε, θα προκύψουν τα απαραίτητα, βραχυπρόθεσμα μέτρα».
Σε σχέση με το πόρισμα έρευνας των «πέντε σοφών», πως η διάλυση της ευρωζώνης θα είχε χειρότερες συνέπειες για τη Γερμανία από ό,τι οι προσπάθειες διάσωσής της, ο ίδιος θεωρεί, ότι «αν αποχωρήσει από την ευρωζώνη η Ισπανία, θα συμπαρασύρει την Ιταλία, ενώ οι αγορές θα συνειδητοποιήσουν ότι και η Γαλλία έχει πρόβλημα ανταγωνιστικότητας και υπερδιογκωμένο δημόσιο τομέα. Και αυτό σημαίνει ότι η κρίση θα επηρεάσει μέχρι και τον πυρήνα της Ευρωζώνης και πιθανόν η Γερμανία μαζί με την Αυστρία, την Ολλανδία και τη Φινλανδία να σχηματίσουν μια μικρή Νομισματική Ένωση, ένα «μπλοκ του γερμανικού μάρκου», το οποίο θα ανατιμηθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η ανταγωνιστικότητα και της Γερμανίας». Ως εκ τούτου, όπως σημειώνει, «η ενδεδειγμένη λύση είναι να καταστεί δυνατό για χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία, που καταβάλλουν προσπάθειες εξυγίανσης, να αναχρηματοδοτούνται μακροπρόθεσμα από τις αγορές με χαμηλό επιτόκιο, καθώς ενδεχόμενη ανεξέλεγκτη διάλυση της ευρωζώνης θα συνδεόταν με πολύ σοβαρούς κινδύνους».