Μείωση του κόστους εργασίας ζητά ο ΣΕΒ και αύξηση οι Έμποροι
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, Ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βοιμηχάνων μετά τη συνάντηση των κοινωνικών εταίρων που πραγματοποιήθηκε σήμερα στο υπουργείο Εργασίας, θεωρεί ότι «η όποια συζήτηση για τα εργασιακά θέματα δεν μπορεί να διεξαχθεί χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες που επικρατούν στην οικονομία».
«Στη βάση αυτή», αναφέρει ο Σύνδεσμος, «απόλυτη προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στους εκατοντάδες χιλιάδες ανέργους που σηματοδοτούν την ερημοποίηση της ιδιωτικής οικονομίας στο βωμό του ουσιαστικά άθικτου πελατειακού κράτους. Στους ανέργους αυτούς περιλαμβάνονται δεκάδες χιλιάδες μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, που η κρίση τους ανάγκασε να βάλουν λουκέτο». Η αντιμετώπιση του προβλήματος, προσθέτει, μπορεί να προέλθει μόνο από την ανάκαμψη της ιδιωτικής οικονομίας και στο πλαίσιο αυτό προέχει, κατά τον Σύνδεσμο, «να συζητήσουμε και να συμφωνήσουμε»:
-Την άρση των εμποδίων στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων που υπέρμετρα επιβαρύνουν μεταξύ άλλων και το μισθολογικό κόστος και συρρικνώνουν την επιχειρηματική δράση.
-Την προσαρμογή του μέσου κόστους εργασίας, ιδιαίτερα σε επιχειρήσεις που κινδυνεύουν από την οξυνόμενη κρίση και με έμφαση στις «ευγενείς» συμβάσεις που προβλέπουν αμοιβές έως και 100% πάνω από την ΕΓΣΣΕ.
«Το τοπίο στα εργασιακά αλλάζει πολύ γρήγορα προς το χειρότερο και οι κοινωνικοί εταίροι δεν επιτρέπεται να είναι απλοί παρατηρητές, αλλά πρωταγωνιστές στην αντιμετώπιση του μισθολογικού φαύλου κύκλου. Η έστω και μικρή αύξηση των κατώτατων μισθολογικών ορίων θα αντιστρέψει την ψυχολογία και την οριακή ροπή για κατανάλωση, θα ωφελήσει τα έσοδα του κράτους, θα τονώσει την αγορά και θα προστατεύσει την κοινωνική συνοχή». Αυτό επισήμανε από την άλλη η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ) στη συνάντηση του υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας κ. Γιάννη Βρούτση με τους τέσσερις θεσμικούς εταίρους, με κύριο θέμα την επανέναρξη του διαλόγου για θέματα αγοράς εργασίας καθώς και τον καθορισμό του χρονοδιαγράμματος της ατζέντας των συζητήσεων. Η ΕΣΕΕ υπέβαλε ολοκληρωμένη Έρευνα Πεδίου για τα εργασιακά και την απασχόληση στις Μικρομεσαίες Εμπορικές Επιχειρήσεις, καθώς και κοστολογημένη μελέτη με πίνακες που αποδεικνύουν, ότι η επαναφορά του βασικού στα 701 ευρώ και τα επίπεδα της ΕΓΣΣΕ (Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας) του 2009, θα αποδώσει επιπλέον έσοδα στο δημόσιο 2,4 δισ. και άλλα 4,7 δισ. στην ελληνική αγορά την επόμενη διετία.
Η προτεινόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού αναμένεται να τονώσει τη ζήτηση και συνεπώς τα έσοδα από το ΦΠΑ κατά 915 εκατ. ευρώ, ανεβάζοντας τα συνολικά δυνητικά επιπρόσθετα έσοδα του δημοσίου και των Ασφαλιστικών Ταμείων σε περίπου 1,2 δισ. ευρώ ετησίως. Υπολογίζεται, μάλιστα, ότι η αγορά θα τονωθεί την επόμενη διετία με επιπλέον τζίρο 4,7 δισ. Παράλληλα, στη μελέτη της ΕΣΕΕ αναφέρεται, ότι η μείωση του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα κατά 22% (από 751,39 σε 586,08 ευρώ) είχε αρνητικό αντίκτυπο, όχι μόνο στην αγορά, αλλά και στα έσοδα του κράτους από ΦΠΑ. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝΕΜΥ) της ΕΣΣΕ για το 2012, τα έσοδα του ΦΠΑ από το λιανικό εμπόριο, το εμπόριο-συντήρηση οχημάτων και τον τουρισμό αναμένεται να μειωθούν κατά 19,6%. Η αιτία αυτής της μείωσης συνδέεται, πέρα από την υποχώρηση της ζήτησης, την αβεβαιότητα, την υψηλή ανεργία και τις αλλεπάλληλες φορολογικές καταιγίδες, με την πτώση του κατώτατου μισθού μέσω της Οριακής Ροπής για Κατανάλωση (Marginal Propensity to Consume-MPC). Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, τα πολύ χαμηλά εισοδήματα αναλώνονται σχεδόν πλήρως σε κατανάλωση, βασικών κυρίως αγαθών, με αποτέλεσμα η οριακή ροπή να αγγίζει τη μονάδα.
Επομένως οι μισθωτοί που εντάσσονται στην κατηγορία του κατώτατου μισθού καταναλώνουν το σύνολο σχεδόν των αποδοχών τους. Καθώς τα εισοδήματα αυξάνονται, μπορούν να αποφασίσουν να αποταμιεύσουν μέρος του εισοδήματός τους για μελλοντική κατανάλωση, με την οριακή ροπή για κατανάλωση να υποχωρεί. Οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, καταναλώνουν εξ ολοκλήρου το εισόδημά τους στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα η μείωση του κατώτατου μισθού να έχει άμεσο και «εις ολόκληρο» αντίκτυπο στην τελική κατανάλωση και ως εκ τούτου και στα έσοδα του ΦΠΑ που εισπράττει το κράτος. Σε περίπτωση αύξησης του κατώτατου μισθού κατά 19%, η κατανάλωση προβλέπεται να αυξηθεί κατά 9%, αύξηση η οποία θα επιφέρει 915 εκατ. ευρώ κρατικά έσοδα.