Τα οφέλη της Ελλάδας από την την task force τόνισε ο Σουλμάϊστερ
Την πεποίθησή του, ότι η Ελλάδα έχει πολλά να ωφεληθεί από μια στενότερη συνεργασία με την Ομάδα Δράσης, που θα πρέπει να ενισχυθεί κατάλληλα, εξέφρασε σε αποκλειστική συνέντευξή του στο ΑΜΠΕ, στη Βιέννη, ο διάσημος Αυστριακός οικονομολόγος του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών της Αυστρίας, Στέφαν Σούλμαϊστερ.
Ο Αυστριακός οικονομολόγος εκτίμησε, μεταξύ άλλων, πως δεν θα υπάρξει αποπομπή της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Ο κ. Σούλμαϊστερ πιστεύει πως πρέπει να γίνει προσπάθεια να ενισχυθεί η συνεργασία με την Ομάδα Δράσης, δηλαδή η Ελλάδα να δώσει το μήνυμα πως επιθυμεί «περισσότερη Ομάδα Δράσης», πως θέλει μεταρρυθμίσεις, αλλά εφαρμόσιμες μεταρρυθμίσεις, μεταρρυθμίσεις που δίνουν στη χώρα μία ευκαιρία. «Η Ομάδα Δράσης», είπε, «μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν «μεταφραστής» απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς θα είναι πολύ διαφορετικό, αν οι επιθυμίες των Ελλήνων εκφράζονται μέσω αυτής στις Βρυξέλλες, προς τις οποίες μπορεί, με τον τρόπο αυτό, να αυξηθεί η επιρροή». Κατά την άποψή του, αν από τις ελληνικές υπηρεσίες μαζί με την Ομάδα Δράσης, η οποία προέρχεται από την Ε.Ε, καταρτιστεί ένα ειδικό πρόγραμμα ανασυγκρότησης, ανάλογο με εκείνο που υπήρξε για την Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε θα είναι δύσκολο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να πει «όχι», καθώς εμπλέκονται δικά της στελέχη. Επίσης, να καταβληθεί προσπάθεια, να υπάρξει μια «σφήνα» ανάμεσα στην «τρόικα», δηλαδή στους «αυστηρούς σκληροπυρηνικούς» και στην Ομάδα Δράσης, στην οποία βρίσκονται ειδικοί, οικονομολόγοι, που διάκεινται θετικά απέναντι στην Ελλάδα, έχουν καλά κίνητρα, πολλοί από αυτούς ζουν στη χώρα, αρκετοί μάλιστα, έχουν συγγενική ή άλλη προσωπική σχέση με Έλληνες.
Επιπλέον, ο Αυστριακός οικονομολόγος θεωρεί πως θα πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα σε αυτά που συζητούνται δημόσια και σε εκείνα που γίνονται εκτός δημοσιότητας, σημειώνοντας πως, δημόσια, η συζήτηση είναι σκληρή για λόγους εσωτερικής πολιτικής.Προς τούτο, αναφέρει ως παράδειγμα, ότι η κ. Μέρκελ και ο κυβερνητικός της εταίρος δεν μπορούν και δεν θέλουν να υποχωρήσουν απέναντι σε ελληνικά αιτήματα, διότι κάτι τέτοιο αφενός δεν είναι δημοφιλές και εξάλλου τα γερμανικά λαϊκίστικα Μέσα Ενημέρωσης, όπως η εφημερίδα «Μπιλντ», καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να δημιουργήσουν την εντύπωση πως «οι φτωχοί Γερμανοί ξοδεύουν τα χρήματά τους για τους Έλληνες». Για τον ίδιο, θα ήταν πολύ σημαντικό αν η νέα ελληνική κυβέρνηση συνεργασίας εξέλισσε ένα τελείως συγκεκριμένο πρόγραμμα που θα δείχνει ότι: «Αν τώρα προσπαθήσουμε να περικόψουμε ακόμη περισσότερα, αν τώρα απομακρύνουμε 100.000 δημόσιους υπαλλήλους από τις υπηρεσίες, τότε με τον τρόπο αυτόν τα προβλήματα δεν θα λυθούν, αλλά θα χειροτερέψουν. Και αυτό, διότι, όπως λέει, θα πρέπει να είναι στον καθένα σαφές, πως 100.000 απολυμένοι υπάλληλοι σημαίνουν, για αρκετά μεγάλο χρόνο, επιπλέον 100.000 άνεργοι, για τους οποίους δεν υπάρχει καμιά ελπίδα να βρεθεί θέση εργασίας». Ως προς τον απαιτούμενο χρόνο για να εξέλθει η Ελλάδα από την κρίση, ο Στέφαν Σούλμαϊστερ αναφέρει στη συνέντευξή του στο ΑΜΠΕ, πως αυτό εξαρτάται από τις εξελίξεις της οικονομίας σε ολόκληρη την Ευρώπη και πως, αν επαληθευτεί η δική του πρόγνωση, τότε οι προοπτικές δεν είναι καλές. Διότι, όπως εξηγεί, «εξαιτίας των πολιτικών λιτότητας, ολόκληρη η Ευρώπη θα περιπέσει σε ύφεση, οι νότιες χώρες περισσότερο από τις βόρειες, κάτι που θα ενισχύσει τις πολιτικές εντάσεις και θα απειλήσει την Ευρωζώνη, αλλά από την άλλη αυτό μπορεί να οδηγήσει την πολιτική στο να αλλάξει γρηγορότερα τρόπο σκέψης».
Κατά την άποψή του, το «κλειδί» της Ευρώπης βρίσκεται σαφώς στα χέρια της Γερμανίας, που σημαίνει, πως χωρίς αλλαγή της γερμανικής πολιτικής, ο ίδιος είναι πολύ απαισιόδοξος για τις εξελίξεις και πως αλλαγή της γερμανικής πολιτικής είναι δυνατή μόνον αν η γερμανική κυβέρνηση αναγνωρίσει, ότι δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι. Προφανώς αυτό θα το αναγνωρίσει μόνον όταν η δική της οικονομία βρεθεί σε δυσκολίες, δηλαδή αν η γερμανική οικονομία βρεθεί σε ύφεση, έπειτα από ένα εξάμηνο ή έναν χρόνο, οπότε η κ. Μέρκελ και η γερμανική κυβέρνηση θα αναγκαστούν να κάνουν αλλαγή πορείας, αλλαγή για την οποία μπορούν συγχρόνως να ασκηθούν πιέσεις από κοινού, από τις ηγεσίες της Ιταλίας, της Γαλλίας ή της Ισπανίας. Ο κ. Σούλμαϊστερ εμφανίζεται πεπεισμένος, πως ο ελληνικός λαός δεν πρέπει να περιμένει τόσο πολύ (έως ότου αλλάξει πορεία η Γερμανία) αλλά θα πρέπει στην ίδια τη χώρα να εκπονηθούν προγράμματα για τα οποία δεν είναι υποχρεωτικά απαραίτητη η βοήθεια από το εξωτερικό. Αναφέρει ως παράδειγμα, πως στον τουρισμό μπορεί να γίνει στοχευμένη διαφήμιση για διακοπές μακρού χρονικού διαστήματος, όπως για ηλικιωμένους στην εποχή πριν την περίοδο μεγάλης ζήτησης π.χ. για συνταξιούχους από την Κεντρική Ευρώπη, για διακοπές Πάσχα στην Πάτμο, τεσσάρων εβδομάδων, που θα είναι σε συμφέρουσες τιμές χαμηλότερες από τις συνήθεις και ως εκ τούτου, τα ξενοδοχεία δεν θα είναι άδεια τον Απρίλιο.
Θα μπορούσαν, επίσης, να προσφερθούν συνδυασμένες διακοπές, όπως - λόγω και του αναπτυγμένου ελληνικού εφοπλιστικού τομέα - κρουαζιέρα μίας εβδομάδας στο Αιγαίο και στη συνέχεια σε Αίγυπτο και Ερυθρά Θάλασσα, καθώς έως τώρα οι κρουαζιέρες γίνονται μέσω Ιταλίας, ενώ ακόμη ο ίδιος θα μπορούσε να φανταστεί, στο πλαίσιο τόνωσης της οικονομίας, την αποπεράτωση ημιτελών, εγκαταλειμμένων οικοδομών από νέους ανθρώπους. Ο Αυστριακός οικονομολόγος θεωρεί πως ο διαμορφούμενος «άξονας των μεσογειακών χωρών» βελτίωσε μερικώς την κατάσταση ως προς την Ελλάδα, καθώς το πρόβλημα είναι, όπως προσθέτει, ότι η Ελλάδα εμφανίζεται στην κοινή γνώμη και από τους πολιτικούς ως «ειδική περίπτωση». Όπως εξηγεί, από την έναρξη της Νομισματικής Ένωσης υπήρχαν δύο χώρες που είχαν μια άσχημη δομή στην οικονομία τους (Ελλάδα και Πορτογαλία), δηλαδή πολύ λίγη βιομηχανία που μεγάλο μέρος της καταστράφηκε με την καθιέρωση του ευρώ, διότι τα προϊόντα ακρίβαιναν και την ίδια εποχή αυξήθηκε ο ανταγωνισμός από την Ανατολική Ασία (για παράδειγμα στην Πορτογαλία εξαφανίστηκε η κλωστουφαντουργία). Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος πιστεύει πως η Ελλάδα μπορεί να επωφεληθεί του γεγονότος, ότι τώρα η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία αποτελούν έναν αντι-πόλο στην πολιτική λιτότητας, από μια αποδυνάμωση της οποίας επωφελείται η Ελλάδα, διότι έχει ευκαιρία να πράξει διαφορετικά, σε κάποια πράγματα. Για την Ελλάδα είναι επίσης καλό το ότι η ΕΕ θα είναι κάπως πιο επιεικής απέναντι σε Ισπανία και Ιταλία και έτσι οι Βρυξέλλες δεν θα μπορούν να αρνηθούν κάτι ανάλογο στην Αθήνα.
Στη συνέντευξή του στο ΑΜΠΕ στη Βιέννη, ο Στέφαν Σούλμαϊστερ απορρίπτει μια αποπομπή της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, όχι επειδή αυτή δεν θα επιβίωνε χωρίς την Ελλάδα, αλλά «εξαιτίας της ψυχολογίας, καθώς», όπως σημειώνει, «ήδη αυτή τη στιγμή πολλοί άνθρωποι στην Ισπανία και την Ιταλία είναι νευρικοί ως προς την παραμονή των χωρών τους στην Ευρωζώνη». Εάν η Ελλάδα εξέλθει, τότε θα επερχόταν σε μεγάλη κλίμακα κατάρρευση τραπεζών και αυτό δεν μπορεί να το αντέξει η Νομισματική Ενωση και ιδιαίτερα η Γερμανία, διότι ήδη τώρα η Γερμανική Κεντρική Τράπεζα (Ντόιτσε Μπούντεσμπανκ) έχει απαιτήσεις απέναντι στην Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα, ύψους 700 δισεκατομμυρίων ευρώ, που στην ουσία θα χαθούν σε περίπτωση κατάρρευσης του ευρώ, καθώς μετά δεν θα υπήρχε καμιά ΕΚΤ και αυτό προκύπτει από το σύστημα πληρωμών σε μία νομισματική ένωση. Όπως καταλήγει, ο κ. Σούλμαιστερ, εάν έβγαινε η Ελλάδα από την Ευρωζώνη, αυτές οι απαιτήσεις θα αυξάνονταν σημαντικά εξαιτίας της φυγής κεφαλαίων προς τη Γερμανία και αυτό είναι που αρχίζει να κατανοεί τις τελευταίες εβδομάδες η γερμανική πολιτική και αυτή είναι η δική του εκτίμηση.
Διότι διαφορετικά δεν μπορεί να εξηγηθεί η υποχώρηση της καγκελαρίου Μέρκελ στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής και αυτό, όπως προσθέτει, το τονίζουν οι άνθρωποι της ΕΚΤ, ότι δηλαδή δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Ο Στέφαν Σούλμαϊστερ συγκαταλέγεται στις κορυφαίες προσωπικότητες της Αυστρίας που στηρίζουν την αυστριακή πρωτοβουλία «Η Ελλάδα ανθίζει», για τη διαμόρφωση και την ανάδειξη μιας εικόνας της άλλης Ελλάδας, πέρα από τα στερεότυπα που πολλές φορές αγγίζουν τον ρατσισμό. Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας γυρίστηκε από τον διάσημο Αυστριακό σκηνοθέτη και συγγραφέα Φάμπιαν Έντερ, η ομότιτλη ταινία-ντοκιμαντέρ, που προβλήθηκε στις 4 Ιουλίου από το κοινό πρόγραμμα των δημόσιων τηλεοράσεων των τριών γερμανόφωνων χωρών, Αυστρίας, Γερμανίας και Ελβετίας, το 3SAT, και παρουσιάστηκε στις 10 Ιουλίου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.