Ρεν: Χαμηλό ποσοστό συγχρηματοδότησης της Ελλάδας και το 2014-20
Την πρόθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να συμβάλει στο να συνεχιστεί το χαμηλό ποσοστό συγχρηματοδότησης της Ελλάδας και κατά την περίοδο 2014-2020, υπογράμμισε ο Επίτροπος Οικονομικών Όλι Ρεν ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Ο Φινλανδός Επίτροπος δήλωσε επίσης, ότι η ευρωζώνη βρίσκεται σε διαβουλεύσεις με την Ελλάδα για το θέμα των πόρων για την επαναγορά των ομολόγων, ενώ προέβλεψε ότι εφόσον η Ελλάδα τηρεί τους όρους του μνημονίου θα υπάρξουν περαιτέρω μέτρα για τη συρρίκνωση του χρέους της. Ειδικότερα, απαντώντας σε ερώτηση της ευρωβουλευτού του ΠΑΣΟΚ Άννυ Ποδηματά σχετικά με τις αποφάσεις του πρόσφατου Eurogroup ο Επίτροπος Όλι Ρεν τόνισε τη σαφή δέσμευση που ανέλαβαν τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης «να μειώσουν το βάρος του χρέους της Ελλάδας σε δύο φάσεις».
Η πρώτη φάση αφορά στις «πολύ συγκεκριμένες υποχρεώσεις που ανελήφθησαν για τη μείωση του βάρους του χρέους στο 124% το 2020» και σε δεύτερη φάση «να εξετάσουν κι άλλα μέτρα και βοήθεια όπως χαμηλότερη συγχρηματοδότηση των διαρθρωτικών ταμείων ή περαιτέρω μείωση επιτοκίων για την επίτευξη κι άλλης αξιόπιστης μείωσης του λόγου του ελληνικού χρέους προς το ΑΕΠ».
«Υπάρχει σαφές χρονοδιάγραμμα για αυτό» τόνισε χαρακτηριστικά ο Επίτροπος Όλι Ρεν προσθέτοντας ότι «η πρώτη φάση θα υλοποιηθεί αμέσως, τις επόμενες εβδομάδες και μήνες» ενώ «υπάρχει κι άλλη υποχρέωση μέχρι το 2016 να αποφασιστούν αν είναι αναγκαία περαιτέρω μέτρα για να μειωθεί ακόμα περισσότερο το βάρος του χρέους».
«Είμαι σίγουρος ότι αυτό θα έχει θετικότατο αντίκτυπο στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης της ελληνικής οικονομίας» υπογράμμισε χαρακτηριστικά ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής αποκαλύπτοντας μάλιστα ότι «πρόθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι να συμβάλει στο να συνεχιστεί το χαμηλό ποσοστό της συγχρηματοδότησης και στα πλαίσια του επόμενου πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου». Με βάση τις εκτιμήσεις της Επιτροπής αυτό θα «έχει σημαντικό αντίκτυπο, 4-5 δισ. ευρώ κατά τη διάρκεια της περιόδου (2014-2020), 2,5% περίπου του ΑΕΠ».