Υπόμνημα 6 προτάσεων παρέδωσε στην τρόικα η ΕΚΠΟΙΖΩ
«Θεωρούμε, αντιθέτως, ότι η προσαρμογή απαιτήσεων στις πραγματικές δυνατότητες και εξασφαλίσεις θα συνεισφέρει στην ομαλοποίηση πολλών πιστώσεων, στη μείωση των κινδύνων και προβλέψεων. Θα διαγράψει μόνο ανύπαρκτα κεφάλαια και θα απελευθερώσει υπαρκτά. Με γνώμονα τις παραδοχές αυτές υποβάλλουμε και τις προτάσεις μας». Αυτό σημείωσαν οι εκπρόσωποι της Ένωσης Καταναλωτών Ποιότητα Ζωής στους εκπροσώπους της Τρόικας και την Τράπεζας της Ελλάδος και παρέδωσαν υπόμνημα το οποίο δημοσιοποιεί το ΑΠΕ-ΜΠΕ και με το οποίο η ΕΚΠΟΙΖΩ ζητάει τα εξής:
«1. Ψήφιση των τροποποιήσεων-βελτιώσεων του ν. 3869/2010 που είχαν κατατεθεί στη Βουλή τον Απρίλιο 2012. Ο ν. 3869/2010 για τη ρύθμιση των χρεών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων που τέθηκε σε εφαρμογή το 2011 είναι, σε τακτικές συνθήκες, το πλέον σημαντικό εργαλείο για τον απεγκλωβισμό των καταναλωτών από την υπερχρέωση και τη διαφύλαξη ομαλών και αξιοπρεπών συνθηκών οικογενειακής διαβίωσης. Επιτρέπει τη προσαρμογή των υποχρεώσεων των υπερχρεωμένων νοικοκυριών στις πραγματικές τους δυνατότητες. Παρέχει την προστασία της κατοικίας από τη ρευστοποίηση με τη μακρόχρονη και με ευνοϊκούς όρους εξυπηρέτηση οφειλής που δεν θα υπερβαίνει το 85% της εμπορικής αξίας.
Η ουσιαστική αξιοποίησή του προϋποθέτει τη συνεχή παρακολούθηση και στήριξη της εφαρμογής του, με τη διευκόλυνση της πρόσβασης των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων στις διαδικασίες του. Θεωρούμε ότι οι διατάξεις που είχαν κατατεθεί στη Βουλή τον Απρίλιο 2012 συνεισφέρουν καίρια στη διευκόλυνση της εφαρμογής του. Ωστόσο, παρά το γεγονός, ότι οι διατάξεις αυτές φέρονται να έχουν ήδη έκτοτε εγκριθεί από την Τρόικα, η ψήφισή τους καθυστερεί αδικαιολόγητα. Οι βελτιώσεις αυτές αμβλύνουν τις συνέπειες από τις καθυστερήσεις, κατά τρόπο που διασφαλίζει καλύτερη και ταχύτερη αποπληρωμή για τις τράπεζες και απαλλαγή για τον υπερχρεωμένο οφειλέτη. Απλοποιούν την πρόσβαση των μικρών εμπόρων στις διαδικασίες του εν λόγω νόμου καθώς προσδιορίζουν την έννοια του μικρέμπορου με συγκεκριμένα κριτήρια. Αντιμετωπίζουν διάφορες δυσλειτουργίες δικονομικού κυρίως χαρακτήρα στην εφαρμογή του εν λόγω νόμου.
Ο νόμος 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά είναι αναγκαίος για την ανακούφιση των υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Δεν δημιουργεί την αδυναμία πληρωμής, την αποκαλύπτει, κάτω από όρους ασφαλούς διάγνωσης για τους πιστωτές. Αποκαθιστά την πληρωμή, συνεπώς και την ενθαρρύνει, στο μέτρο όμως των δυνατοτήτων του οφειλέτη. Βελτιώνει και εξυγιαίνει γι' αυτό το χρηματοπιστωτικό σύστημα καθώς δυσχεραίνει τη συγκάλυψη επισφαλών απαιτήσεων. Επιβεβλημένη είναι, στο πλαίσιο αυτό, η καθιέρωση ουσιαστικής διαμεσολάβησης για τη διευκόλυνση της ρύθμισης των χρεών. Χρειάζεται μία ριζική αναδιοργάνωση των διαδικασιών διαβούλευσης και διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε πιστωτές και οφειλέτες.
Η εμπιστοσύνη που δείχνει ο υφιστάμενος νόμος στις τράπεζες για συμμετοχή τους στη εξώδικη διαδικασία έχει πλέον διαψευθεί περίτρανα. Θα πρέπει να συμμετάσχουν πλέον στη διαπραγμάτευση πέρα από τον πιστωτή και τον οφειλέτη κι άλλα πρόσωπα ή θεσμοί, με αρμοδιότητες και ευελιξία που θα τους επιτρέπει να παράγουν ουσιαστικά αποτελέσματα. Ωστόσο, ο νόμος 3869/2010 δεν μπορεί να είναι το μοναδικό εργαλείο σε μία κοινωνία που αντιμετωπίζει ένα τόσο οξυμμένο πρόβλημα υπερχρέωσης.
Όπως επισημαίνει και πρόσφατο έγγραφο εργασίας του ΔΝΤ, σε χώρες, όπου το φαινόμενο της υπερχρέωσης είναι ιδιαίτερα οξυμένο, η αποκατάσταση μέσω των προηγουμένων διαδικασιών μπορεί να αποβεί ανεπαρκής, καθώς συχνά τα κράτη αδυνατούν να ανταποκριθούν στο διοικητικό βάρος και το οικονομικό κόστος των εν λόγω διαδικασιών. Εξίσου ζητούμενο άλλωστε είναι να προλάβει κανείς καταστάσεις μόνιμης αδυναμίας και την έκταση αυτής. Αναγκαίες είναι γι' αυτό πολιτικές που θα επιταχύνουν την αποτελεσματικότερη προσαρμογή και την επανένταξη των υπερχρεωμένων οφειλετών στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Οι αναδιαρθρώσεις/ρυθμίσεις των δανείων είναι απαραίτητες για να προληφθούν χειρότερες καταστάσεις, και κυρίως η εγκατάλειψη της εξυπηρέτησής τους. Οποιαδήποτε όμως ρύθμιση πρέπει να έχει ένα ορίζοντα τέλους, να μην οδηγεί σε μία εξυπηρέτηση στο διηνεκές του χρέους, καθώς τότε αφαιρεί οποιαδήποτε δημιουργική προοπτική της πίστωσης.
2. Διαγραφή υπό προϋποθέσεις καταναλωτικών δανείων. Οι καταναλωτικές πιστώσεις εξυπηρετούν από τη φύση τους βραχύ - και μεσοχρόνιες καταναλωτικές ανάγκες και στόχους. Η αποπληρωμή τους δεν μπορεί να διαιωνίζεται στις επόμενες γενιές. Η διάρκεια της θα πρέπει να είναι ανάλογη της χρήσης αυτής. Δεν μπορεί να οργανώνεται σε τέτοιο βάθος χρόνου, και μάλιστα με τους γνωστούς επαχθείς όρους, που να απομυζά την προοπτική των οφειλετών, να τους αποστερεί τα τρέχοντα και μελλοντικά θεμέλια και μέσα διαβίωσης, να αποκλείει την προαγωγή της επιχειρηματικότητας. Θα πρέπει ως εκ τούτου να διαγραφεί, υπό προϋποθέσεις που μπορούν να περιγραφούν αντικειμενικά, το μεγαλύτερο μέρος των καταναλωτικών δανείων και πιστώσεων που χορηγήθηκαν πριν την κρίση. 'Άλλωστε, οι ζημιές από την εν λόγω διαγραφή έχουν (ή θα έπρεπε να έχουν), σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, λογιστικοποιηθεί ήδη στους ισολογισμούς των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η εν λόγω διαγραφή θα επιτρέψει την είσπραξη ενός μικρού μέρους αυτών αλλά και την σταθερότερη αποπληρωμή των ενυπόθηκων απαιτήσεων.
3. Διαγραφή των ενυπόθηκων χρεών κατά το μέρος που υπερβαίνουν την αξία της κατοικίας. Πράγματι, εξαιτίας της μείωσης των αξιών των ακινήτων, πολλά ενυπόθηκα δάνεια δεν έχουν στην πραγματικότητα αντίστοιχη εξασφάλιση. Πολλοί δανειολήπτες, εξάλλου, μπροστά στην αδυναμία που βρίσκονται, χάνουν το κίνητρο εξυπηρέτησης των δανείων αυτών, όταν το ύψος των οφειλών από αυτά υπερβαίνει την αξία του ακινήτου. Γνωρίζουν ότι ακόμη κι αν πληρώσουν την αξία του σπιτιού τους και πάλι κινδυνεύουν να το χάσουν. Είναι γι' αυτό προς το συμφέρον όλων, πρωτίστως των πιστωτικών ιδρυμάτων, να προσαρμοστούν οι ενυπόθηκες απαιτήσεις στην πραγματική αξία των κατοικιών ώστε να στηριχθεί η ικανότητα των κατόχων τους να αποπληρώσουν τα ενυπόθηκα δάνεια. Αν παρασχεθεί η προοπτική αυτή, θα αποτραπεί μία περαιτέρω κατάρρευση των αξιών των ακινήτων και κατ' επέκταση και η απαξίωση των ασφαλειών των τραπεζών.
4. Ρυθμίσεις για ανέργους. Για τους ανέργους, και μάλιστα όταν δεν υφίσταται επαρκές οικογενειακό εισόδημα, θα πρέπει να ισχύσει η αναστολή καταβολών με πάγωμα τόκων και επανεξέταση σε εύλογο χρονικό διάστημα. Στόχος είναι να αποτραπεί μία διόγκωση της οφειλής εξαιτίας της έλλειψης εισοδήματος που θα καταστήσει αδύνατη την εξυπηρέτηση με την αποκατάσταση της εργασίας του.
5. Δίκτυο παροχής συμβουλευτικής και άλλης υποστήριξης σε υπερχρεωμένους οφειλέτες. Πλέον, υπό την απειλή περιθωριοποίησης αλλά και της πολυπλοκότητας που εμφανίζει το εγχείρημα της προσαρμογής είναι περισσότερο επιβεβλημένη από ποτέ η παροχή συμβουλευτικής, νομικής, ψυχολογικής υποστήριξης στους υπερχρεωμένους και όχι μόνο. Τα νοικοκυριά χρειάζονται μεγάλη βοήθεια και στήριξη για να αντιμετωπίσουν σε ψυχολογικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο τις συνέπειες της υπερχρέωσης. Χρειάζονται βοήθεια για να βρουν τρόπους διεξόδου από αυτή. Βασική λοιπόν προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ενός δικτύου σε όλη τη χώρα που θα συνδράμει τους υπερχρεωμένους οφειλέτες στην αντιμετώπιση των προβλημάτων τους και στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων ρύθμισης των χρεών τους. Η Ελλάδα είναι άλλωστε από τις λιγοστές χώρες που δεν διαθέτει αντίστοιχες υποδομές.
6. Συμμετοχή των καταναλωτών στη συζήτηση των πολιτικών ρύθμισης των χρεών. Οι πολιτικές ρύθμισης των χρεών δεν είναι μία υπόθεση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων, αρμόδιων υπουργείων και τρόικας. Είναι μια υπόθεση που αφορά όλη την κοινωνία. Η συζήτηση μέτρων με τους εκπροσώπους των πιστωτικών ιδρυμάτων, δίχως τη συμμετοχή και των καταναλωτών, όπως έγινε με τη συγκρότηση της τελευταίας ως πενταμερούς περιγραφόμενης επιτροπής, είναι γεγονός που δεν τιμά τους κανόνες διαφάνειας, ανοικτής και ειλικρινούς προσέγγισης στην κατανόηση του προβλήματος και ισότιμης επιρροής στη διαμόρφωση των αποφάσεων. Η σημερινή μας συνάντηση με τους εκπροσώπους των δανειστών θα επιβεβαιώσει το δυσμενές αυτό γεγονός αν εξαντληθεί σε μία διαδικασία ακρόασης. 'Άλλωστε, αναμένουμε από τα αρμόδια υπουργεία να παράσχουν επιτέλους και σε εμάς ενημέρωση για τις πρωτοβουλίες τους και να διασφαλίσουν την ισότιμη συμμετοχή μας στο διάλογο.
Πάνω σε μία διαλυμένη από την υπερχρέωση κοινωνία, δεν μπορεί να σχεδιασθεί η επανεκκίνηση της οικονομίας (βλ. πρόσφατο έγγραφο εργασίας του ΔΝΤ). H προσέγγιση του προβλήματος θα πρέπει να γίνει με όρους και διάθεση κατανόησης των πραγματικών του διαστάσεων και όχι συγκάλυψης αυτών. Μόνο έτσι άλλωστε θα δημιουργήσουμε ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που θα είναι φερέγγυο, ασφαλές, παραγωγικό για τους πολίτες και την οικονομία».