Συνέδριο Economist: Απόψεις για την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας
«Μέσα σε τρεις μήνες έχουν μετακινηθεί 2.000 δημόσιοι υπάλληλοι αορίστου χρόνου, κι αυτό είναι δείγμα της αποφασιστικότητας της κυβέρνησης, της αξιοπιστίας μας απέναντι στους εταίρους μας και των υποχρεώσεων που έχουμε αναλάβει», τόνισε στην ομιλία του στο συνέδριο του Economist ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης Αντώνης Μανιτάκης.
«Το αίτημα της τρόικας για αναγκαστική αποχώρηση 15.000 υπαλλήλων μέχρι το τέλος του 2014 χρονολογείται από το 2011. Στη συνέχεια επανήλθε τον Νοέμβριο του 2012» είπε ο υπουργός, επισημαίνοντας ότι διαρκώς αλλάζει ο λόγος για τον οποίον οι δανειστές της χώρας επιμένουν σε αυτό: «Αρχικά απέβλεπε μόνο στη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων. Μετά απέβλεπε σε δημοσιονομικούς στόχους και σε εξοικονόμηση πόρων. Όταν και ο στόχος αυτός αποδείχθηκε ασήμαντος και ανώφελος, λόγω των αθρόων και έξω από κάθε πρόβλεψη συνταξιοδοτήσεων, η δικαιολογία του μέτρου άλλαξε ξανά και συνδυάστηκε αυτή τη φορά με ποιοτικούς στόχους».
Ο κ. Μανιτάκης έκανε λόγο για «μεγάλα και κρίσιμα κενά θέσεων» που παρουσιάζονται στον δημόσιο τομέα και «αδυναμία παροχής ποιοτικών δημοσίων υπηρεσιών στους πολίτες και στις επιχειρήσεις».
«Για τον λόγο αυτό», πρόσθεσε, «ένας από τους βασικούς στόχους του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης είναι η κάλυψη των αναγκών αυτών μέσω της κινητικότητας. Τώρα σχεδιάζουμε ένα άλλο πολύ δύσκολο έργο: τη μετακίνηση 25.000 υπαλλήλων μέχρι το 2014. Στόχος φιλόδοξος, αλλά όχι ανέφικτος» τόνισε ο υπουργός.
Τέλος, ανέφερε ότι «υπήρχε παντελής έλλειψη πάγιας αξιολόγησης με βάση την απόδοση των υπαλλήλων, κάτι που καλύπτουμε με την άμεση πιλοτική καθιέρωση της αξιολόγησης βάσει ετήσιας απόδοσης όλων των υπαλλήλων μέχρι το 2013».
Αισιόδοξος ότι θα ολοκληρωθεί με επιτυχία η ανακεφαλαιοποίηση των τεσσάρων μεγάλων συστημικών τραπεζών της Ελλάδας (Εθνική Τράπεζα, Alpha Bank, Eurobank και Τράπεζα Πειραιώς) εμφανίστηκε στη σημερινή του ομιλία στο συνέδριο του Economist ο Σωκράτης Λαζαρίδης, Πρόεδρος του Χρηματιστηρίου Αθηνών.
«Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο εβδομάδων οι 600 επενδυτές που είναι μέτοχοι στις συστημικές τράπεζες θα κληθούν να λάβουν σημαντικές αποφάσεις» είπε ο κ. Λαζαρίδης, αναφερόμενος στη σύγκληση των εκτάκτων γενικών συνελεύσεων των τραπεζών αυτών προκειμένου να εγκριθούν οι αυξήσεις των μετοχικών τους κεφαλαίων.
«Υπάρχουν σημαντικά σημεία βελτίωσης των δεικτών τόσο ως προς το κρατικό χρέος, όσο και ως προς την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας» τόνισε ο κ. Λαζαρίδης, προσθέτοντας ότι «είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι κατά την περίοδο της αναταραχής στις αγορές η ρευστότητα διατηρήθηκε και, μάλιστα, ήταν υψηλή».
«Η Ελλάδα πρέπει να επιτύχει δύο στόχους: να αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές και, κατόπιν, να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών», υποστήριξε από το βήμα του Economist ο Θεμιστοκλής Φιωτάκης, Γενικός Διευθυντής και Ανώτερος Οικονομολόγος Διεθνών Αγορών της Goldman Sachs.
Αναφερόμενος στον πρώτο στόχο, εκτίμησε ότι «είμαστε κοντά, καθώς η Ευρώπη υποστήριξε τις μεταρρυθμιστικές πολιτικές που εφαρμόζει η χώρα και την αναδιάρθρωση του χρέους της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα αρκετοί επενδυτές να στρέψουν το βλέμμα τους προς την Ελλάδα. Το 2014 θα είναι έτος της ανάπτυξης για τη χώρα».
Σε ό,τι αφορά τον δεύτερο στόχο, ο κ. Φιωτάκης ανέφερε ότι «προκειμένου οι αγορές να σε στηρίξουν, πρέπει να δημιουργήσεις τις συνθήκες που θα το επιτρέψουν. Εκτός, λοιπόν, από τη δημοσιονομική προσαρμογή και τη μείωση των μισθών, που ήταν προαπαιτούμενα, πρέπει να γίνουν περισσότερα. Είναι αδιανόητο να μην προχωρούμε σε ιδιωτικοποιήσεις».
«Στην Ελλάδα πρέπει να δημιουργηθεί μια ανοιχτή και ελεύθερη αγορά. Ένας αυξανόμενος ιδιωτικός τομέας θα βοηθήσει πολύ τη χώρα να ανακάμψει», εκτίμησε μιλώντας στο συνέδριο του Economist ο Τζον Κάλαμος, Sr, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Calamos Investments.
Αναφερόμενος σε συγκεκριμένα παραδείγματα, τόνισε ότι «ο τουρισμός θα μπορούσε να αναπτυχθεί πολύ περισσότερο. Το ίδιο μπορεί να συμβεί με τη ναυτιλία και την αγροτική παραγωγή, καθώς όλοι αυτοί οι τομείς παρουσιάζουν ευκαιρίες που πρέπει να αδράξουμε».
Κατόπιν, έθεσε μια σειρά ερωτημάτων στα οποία η πολιτεία καλείται να βρει απαντήσεις: «Μπορείς να ξεκινήσεις εύκολα μια επιχείρηση στην Ελλάδα; Πώς θα αξιοποιήσεις την καινοτομία αν δεν μπορείς να ιδρύσεις μια εταιρεία; Πώς θα αντιμετωπίσεις το brain drain (σ.σ. τη μετανάστευση εξειδικευμένων επαγγελματιών);».
«Είναι οικονομική και γεωπολιτική επιταγή να παραμείνει η Ελλάδα στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Δεν μπορούμε να αντέξουμε κάτι άλλο» τόνισε μιλώντας στο συνέδριο του Economist ο Πρόεδρος του ΤΑΝΕΟ Ανδρέας Ζομπανάκης.
«Ταυτόχρονα, όμως», πρόσθεσε, «χρειαζόμαστε ένα σαφές όραμα προκειμένου να αφηγηθούμε και να υποστηρίξουμε αυτό που θέλουμε να είμαστε μέσα στην Ευρώπη».
Προς την κατεύθυνση αυτήν, «η κυβέρνηση πρέπει να ορίσει ένα σαφές πλαίσιο για τις επενδύσεις, σεβόμενη το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Πρέπει, ακόμη, να ρυθμίσει τον φορολογικό κώδικα. Παράλληλα, χρειαζόμαστε βιώσιμες θέσεις εργασίας και επενδύσεις με κοινωνικό προσανατολισμό. Στο πλαίσιο αυτό, χρειαζόμαστε λιγότερη παρεμβατικότητα της κυβέρνησης στις επενδύσεις. Πρέπει η κυβέρνηση να κάνει στην άκρη και να αφήσει τους επενδυτές να κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερο», επισήμανε ο κ. Ζομπανάκης και κατέληξε δηλώνοντας «αισιόδοξος για το μέλλον της χώρας μας».
«Το τρίπτυχο ''εμπιστοσύνη, υλοποίηση, ταχύτητα'' είναι το ''κλειδί'' για την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας», υποστήριξε σε εισήγησή του στο συνέδριο του Economist ο Γενικός Διευθυντής της PwC Κώστας Μητρόπουλος.
«Χρειαζόμαστε επενδύσεις και κινητοποίηση κεφαλαίων. Χρειαζόμαστε ανθρώπους που να εμπιστεύονται την Ελλάδα. Συνεπώς, το πρώτο που οφείλουμε να πράξουμε είναι να ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη των αγορών προκειμένου να προσελκύσουμε κεφάλαια, προβαίνοντας σε κινήσεις όπως η απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων», τόνισε.
Σύμφωνα με τον κ. Μητρόπουλο, για την ανάκαμψη της Ελλάδας απαιτούνται «οικονομική σταθερότητα και μακρόπνοες πολιτικές. Ωστόσο, όσο κεφάλαιο κι αν προσελκύσουμε, θα επιτύχουμε μόνο αν το διαμοιράσουμε σε πολλούς τομείς».
«Η χώρα δεν είναι ακόμη έτοιμη να προσελκύσει επενδυτές», εκτίμησε μέσα από το συνέδριο του Economist ο Πάνος Ξενοκώστας, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ομίλου εταιρειών Onex, προσθέτοντας ότι «πρέπει να αντιμετωπίσουμε με αποτελεσματικότητα προκλήσεις όπως το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων και ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα».
Σύμφωνα με τον κ. Ξενοκώστα, «έχουν γίνει βήματα και σημειώνεται πρόοδος σε αρκετούς τομείς, αλλά σε γενικές γραμμές η κατάσταση παρουσιάζει μια αντιφατική εικόνα: έχουν υπάρξει νομοθετικές πρωτοβουλίες, αλλά οι μακροικονομικοί δείκτες δεν έχουν παρουσιάσει ουσιαστική βελτίωση».
«Προκειμένου αυτό να αλλάξει», σημείωσε ο κ. Ξενοκώστας, «χρειάζονται στοχευμένες επενδύσεις και κυβερνητικές αποφάσεις που πρέπει να λαμβάνονται στην ώρα τους. Χρόνος δεν υπάρχει. Το κόστος των μη αποφάσεων τα τελευταία τρία χρόνια βάρυνε πάρα πολύ την οικονομία. Απαιτούνται άμεσα αποφάσεις και άμεσα υλοποίηση».
Οι κίνδυνοι ρευστότητας και οι περιπτώσεις κρατικών ομολόγων όπως της Ιταλίας και της Ισπανίας συνιστούν τις προκλήσεις με τις οποίες είναι αντιμέτωπη σήμερα η ΕΚΤ, είπε σε ομιλία του στη 17η Συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης του Economist o καθηγητής μακροοικονομικών Jean Monnet του Πανεπιστημίου του Duisburg-Essen Ansgar Belke.
Ο κ. Belke ανέδειξε ως ύψιστη προτεραιότητα για το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα να μην αντιμετωπίζει προβλήματα ο ισολογισμός της ΕΚΤ. Άλλωστε, όπως είπε, η συγκεκριμένη παράμετρος αποτελεί κομβικό σημείο στον τομέα των επενδύσεων.
Ο ίδιος τάχθηκε υπέρ ενός κοινού φορέα εποπτείας του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος και μιας κοινής αρχής επίλυσης προβλημάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, αναφέρθηκε σε διδάγματα, τα οποία κατά τη γνώμη του πρόσφερε η περίπτωση της κυπριακής κρίσης.
Ικανοποίηση για το γεγονός ότι επέστρεψαν στις ελληνικές τράπεζες καταθέσεις ύψους 19 δις εξέφρασε από το βήμα του Economist ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών Γιώργος Ζανιάς, εκτιμώντας ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει αναδιαρθρωθεί και έχει βελτιώσει τους ισολογισμούς του, μετά τις απώλειες ύψους 32 δις, τις οποίες προκάλεσε το πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων (PSI).
Ο ίδιος στάθηκε στην πρόβλεψη της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης, σύμφωνα με την οποία το ταμείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας θα αποκτήσει «δικαιώματα μειοψηφίας» στις τράπεζες, οι οποίες θα καταφέρουν να αντλήσουν το 10% της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου από τον ιδιωτικό τομέα και «πλήρη δικαιώματα» στην αντίθετη περίπτωση.
Ο κ. Ζανιάς επισήμανε ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι αναλογικά ένα από τα μικρότερα της Ευρωζώνης. Σημείωσε δε ότι «δεν πειράχτηκαν» οι καταθέσεις, παρόλη την κρίση στην οποία περιήλθε ο ελληνικός χρηματοπιστωτικός τομέας.
«Οι τράπεζες θα τα πάνε καλά όταν η οικονομία τα πάει καλά», ανέφερε χαρακτηριστικά στο συνέδριο του Economist ο ανώτερος οικονομολόγος της Eurobank και καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς Γκίκας Χαρδούβελης.
Υπογραμμίζοντας ότι μειώνεται σταδιακά η εξάρτηση του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος από την ΕΚΤ (130 δις το 2012), εξέφρασε την πεποίθηση ότι σιγά - σιγά οι ελληνικές τράπεζες θα αρχίσουν να βλέπουν «φως στο τούνελ».
Ο κ. Χαρδούβελης μίλησε για την ανάγκη να επιταχυνθεί η διαδικασία της τραπεζικής ενοποίησης στην Ευρωζώνη, η οποία κατά τη γνώμη του καθυστέρησε λόγω της στάσης χωρών όπως η Βρετανία και η Γερμανία. «Υπάρχει ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων αλλά χωρίς κοινές αποφάσεις για την εποπτεία», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος δήλωσε σοκαρισμένος από τις επιλογές τις οποίες υιοθέτησε η Ευρωζώνη στην περίπτωση της Κύπρου.
«Το πρόβλημα της δημόσιας διοίκησης δεν είναι αριθμητικό. Σήμερα η ελληνική δημόσια διοίκηση είναι από τις πιο ολιγάριθμες στην Ευρώπη των 47 χωρών: στις 31/12/2012 ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων ανερχόταν σε 628.412», υποστήριξε από το βήμα του Economist ο Αλέξης Μητρόπουλος, βουλευτής και τομεάρχης διοικητικής μεταρρύθμισης του ΣΥΡΙΖΑ, αποκρούοντας την κατηγορία περί «γιγαντιαίου δημόσιου τομέα στην Ελλάδα».
Κατά τον κ. Μητρόπουλο, η ελληνική δημόσια διοίκηση «έχει προβλήματα λειτουργίας, αποδοτικότητας, ελέγχου και χειραγώγησης από τις πολιτικές ελίτ, που την έβλεπαν ως λάφυρό τους».
Επικρίνοντας το δεύτερο Μνημόνιο, ο κ. Μητρόπουλος υποστήριξε ότι «είδε το ζήτημα της Διοίκησης μόνο ποσοτικά, βάζοντας ως στόχο για δαπάνες λειτουργίας το 9% του ΑΕΠ. Έθεσε δηλαδή ως στόχο να λειτουργεί το ελληνικό δημόσιο με τους λιγότερους δυνατούς οικονομικούς πόρους σε σχέση με όλες τις άλλες χώρες της Ευρώπης».
«Το πρόγραμμα του Μνημονίου αποπνέει σε πολλές περιπτώσεις προδημοκρατική εποχή, διότι όταν από τη μια θεσπίζεις το φεουδαρχικό σύστημα της Ενιαίας Αρχής Πληρωμών για να ακρωτηριάζονται αδιακρίτως δομές και για να αφαιρούνται πόροι, και από την άλλη ομνύεις στην ανάγκη δημιουργίας ευέλικτων προϋπολογισμών των επιμέρους τομέων της κυβερνητικής πολιτικής, τότε όχι μόνο δεν έχεις λάβει υπόψη τη φύση και την καταγωγή του κράτους, αλλά καταργείς και τους κανόνες της λογικής» επισήμανε.
«Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ θα στηρίξει τη δημιουργία ενός σύγχρονου, λειτουργικού, ευέλικτου, δημοκρατικού και συμμετοχικού κράτους και θα ενθαρρύνει τους δημοσίους υπαλλήλους να συμβάλουν στην αξιοκρατική και παραγωγική ανασυγκρότησή του», κατέληξε ο κ. Μητρόπουλος.
Τη «θεσμοθέτηση επάθλων για τους δημοσίους υπαλλήλους», με την εξεύρεση χορηγών, πρότεινε στην ομιλία του στο σημερινό συνέδριο του Economist o καθηγητής επιχειρηματικότητας και καινοτομίας του London Business School Μιχάλης Ιακωβίδης, ως παροχή κινήτρων για την βελτίωση του δημόσιου τομέα.
«Πρέπει να δώσουμε στους ανθρώπους που βρίσκονται μέσα στη δημόσια διοίκηση την ικανότητα και τη διάθεση να μετασχηματίσουν το τέρας στο οποίο ζουν», πρόσθεσε ο κ. Ιακωβίδης.
«Έχουμε πρόβλημα εφαρμογής των νόμων. Αναλωνόμαστε στην απόδοση ευθυνών και δεν κοιτάμε τις βαθύτερες αιτίες, ούτε συζητούμε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε. Δυστυχώς, μέχρι τώρα έχουμε κάνει περισσότερα βήματα πίσω, παρά μπροστά», κατέληξε.
Στο πρόβλημα της διαφθοράς, «η οποία είναι μεγάλη στο ελληνικό δημόσιο» εστίασε στην εισήγησή του στο ετήσιο συνέδριο του Economist με την ελληνική κυβέρνηση ο Tom de Bruijn, μέλος της Ομάδας Δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα.
«Εντοπίζεται έντονη γραφειοκρατία, έλλειψη διαφάνειας και χαμηλά πρότυπα αξιολόγησης» ανέφερε, υποστηρίζοντας ότι «υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της διαφθοράς και των δημοσιονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν κυβερνήσεις όπως η ελληνική. Συνεπώς, το να μάχεται κανείς τη διαφθορά σημαίνει ότι θα ξεριζώσει αυτά τα προβλήματα».
Καταλήγοντας, ο κ. De Brujin κάλεσε τους πολίτες «να πάρουν τα ηνία στα χέρια τους, δραστηριοποιούμενοι σε μη κυβερνητικές οργανώσεις», τονίζοντας ότι παράλληλα «πρέπει να αναπτυχθεί η ηλεκτρονική διακυβέρνηση».
Την πεποίθηση πως «στην Ελλάδα θα είναι άχρηστη μία επένδυση στην τεχνολογία, αν προηγουμένως δεν εφαρμοστούν μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση», εξέφρασε από το βήμα του Economist ο καθηγητής οικονομικών του Imperial College Tommaso Valetti.
Ο ίδιος μίλησε για την ανάγκη κεντρικοποιημένων υπηρεσιών με στόχο τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα.
Γενικότερα, ο ίδιος επισήμανε ότι η ευρυζωνική τεχνολογία ωθεί μεν την αναπτυξιακή διαδικασία, αλλά χωρίς απαραίτητα να δημιουργεί θέσεις εργασίας.
«Στην Ελλάδα χρειαζόμαστε λιγότερους και ικανότερους πολιτικούς ηγέτες», ανέφερε χαρακτηριστικά από το βήμα του Economist o γενικός διευθυντής της Ένωσης Εταιρειών Κινητής Τηλεφωνίας Γιώργος Στεφανόπουλος, ο οποίος υπογράμμισε ότι η παραγωγικότητα της οικονομίας συνδέεται με τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Ο ίδιος υποστήριξε ότι η έννοια της παραγωγικότητας πρέπει να αποσυνδεθεί από το θέμα των μισθών.
Ο κ. Στεφανόπουλος παρατήρησε ότι η Ελλάδα κατατάσσεται διεθνώς στην 111η θέση ως προς τη λειτουργικότητα από πλευρά ανταγωνιστικότητας και στη 48η ως προς το επίπεδο των υποδομών.
Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η προώθηση των μεγάλων δημόσιων έργων, οι διαρθρωτικές αλλαγές και οι αποκρατικοποιήσεις αποτελούν «τα βασικά όπλα στη μάχη» που δίνει η ελληνική κυβέρνηση, σύμφωνα με τον υπουργό ανάπτυξης, ανταγωνιστικότητας, υποδομών, μεταφορών και δικτύων Κωστή Χατζηδάκη.
Μιλώντας από το βήμα του Economist, ο υπουργός Ανάπτυξης επισήμανε ως «θετικά σημάδια» για την ελληνική οικονομία την αυξανόμενη ενίσχυση των εξαγωγών, τη σύναψη νέων επιχειρηματικών συμφωνιών (έφερε ως παράδειγμα την αντίστοιχη των HP - COSCO - ΤΡΑΙΝΟΣΕ) και τα πρόσθετα έσοδα τα οποία αναμένονται από τον τουρισμό το 2013.
Ο κ. Χατζηδάκης αναγνώρισε μεν ότι η κατάσταση στην Ελλάδα παραμένει δύσκολη, αναφερόμενος ιδίως στα υψηλά ποσοστά ανεργίας (27% / στους νέους 60%), ωστόσο, πρόσθεσε ότι έχει διασφαλιστεί οριστικά η θέση της χώρας στην Ευρωζώνη και πως έχει ήδη σημειωθεί πρόοδος για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Αναφορικά με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η οποία όπως είπε θα έχει ολοκληρωθεί τις επόμενες εβδομάδες, έκανε λόγο για σημαντικό βήμα προς την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης απέναντι στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. «Η επιστροφή των καταθέσεων θα επιτρέψει στις τράπεζες να αντεπεξέλθουν στον ρόλο τους», συμπλήρωσε.
Ο ίδιος αναφέρθηκε στο ταμείο ενίσχυσης μικρομεσαίων επιχειρήσεων ύψους 1,5 δις (έχουν συμβασιοποιηθεί 600 εκατ. και 200 εκατ. έχουν χορηγηθεί σε δικαιούχους), όπως και στο νέο σύστημα εγγυήσεων για το εξαγωγικό εμπόριο (έως 1,2 δις).
Ως προς την απορρόφηση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ, εξέφρασε ικανοποίηση για το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται πλέον 7,5% πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (8η ανάμεσα στις 27 χώρες - μέλη της ΕΕ). Επιπλέον, μίλησε για απλοποίηση των διαδικασιών και περιορισμό των υπογραφών κατά 60%.
Ο κ. Χατζηδάκης δήλωσε ότι μέσω της επανεκκίνησης των έργων στους αυτοκινητοδρόμους δημιουργούνται 25.000 νέες θέσεις εργασίας.
Αναφερόμενος στις αποκρατικοποιήσεις, διευκρίνισε ότι αυτές δεν υλοποιούνται για ταμειακούς αλλά για αναπτυξιακούς λόγους, με πολλαπλασιαστικά οφέλη στην οικονομική μεγέθυνση και την καταπολέμηση της ανεργίας. Άλλωστε, ο ίδιος έκρινε σημαντικό «να σταλεί το μήνυμα ότι η ελληνική οικονομία ανοίγεται στον ιδιωτικό τομέα».
«Έχουμε μία σταθερή κυβέρνηση», ανέφερε ανάμεσα σε άλλα ο υπουργός Ανάπτυξης, ο οποίος εξέφρασε χαρακτηριστικά την εκτίμηση ότι η Ελλάδα «θα τα καταφέρει».