Κουκλέλης:Έρχονται νέα λουκέτα στη βιομηχανία λόγω ενεργειακού κόστους
Είναι η πρώτη φορά που η ΕΒΙΚΕΝ, η οποία εκπροσωπεί τις βιομηχανίες που καταναλώνουν πάνω από το 50% της συνολικής βιομηχανικής κατανάλωσης ενέργειας, απευθύνει τέτοιου είδους, δραματικές προειδοποιήσεις.
Προφανώς, ο δραματικός τόνος των σχετικών εκτιμήσεων δεν είναι άσχετος με πληροφορίες που φέρουν ορισμένες μεγάλες βιομηχανικές μονάδες να μελετούν το ενδεχόμενο να αποφασίσουν αναστολή της παραγωγικής λειτουργίας τους. Οι ζημιές που έχουν καταγραφεί το 2012 από επιχειρήσεις των ιδιαιτέρως ενεργοβόρων κλάδων των μη σιδηρούχων μετάλλων, του χάλυβα, των λιπασμάτων, των τσιμέντων και του χαρτιού ανέρχονται, ως γνωστόν, σε εκατοντάδες εκατ. ευρώ.
Ο κ. Κ. Κουκλέλης θεωρεί επιβεβλημένο, μεταξύ άλλων, η κυβέρνηση να επιδιώξει άμεσα την τροποποίηση των συμβάσεων της ΔΕΠΑ για την προμήθεια φυσικού αερίου, όπως έχουν κάνει άλλες ευρωπαϊκές χώρες για τις δικές τους αντίστοιχες επιχειρήσεις. Παράλληλα, επισημαίνει, παράλληλα, ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανάκαμψη και πολύ περισσότερο έξοδος της ελληνικής οικονομίας από την κρίση, χωρίς την αναζωογόνηση του βιομηχανικού τομέα, καθώς και ότι δεν πρόκειται να γίνουν επενδύσεις χωρίς τη συμπίεση του ενεργειακού κόστους.
Ακολουθεί η συνέντευξη:
1. «Διατρέχουν πράγματι οι βιομηχανίες της χώρας κίνδυνο επιβίωσης εξαιτίας του υψηλού, όπως λέτε, ενεργειακού κόστους; Κι αυτό αφορά μόνο τις λεγόμενες ενεργοβόρες ή μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων του τομέα;»
-«Η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει όλες τις βιομηχανίες, ιδιαίτερα όμως εκείνες που δραστηριοποιούνται στους κλάδους των κατασκευών και που από τη φύση τους απευθύνονται κυρίως στην εσωτερική αγορά (π.χ. τσιμεντοβιομηχανία, χαλυβουργία). Η εσωτερική αγορά σε αυτούς τους κλάδους έχει καταρρεύσει και οι εξαγωγές που αποτελούν τη μόνη διέξοδο ανάγκης για τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων αυτών, έχουν να αντιμετωπίσουν το υψηλό μεταφορικό κόστος των προϊόντων τους και από τα υψηλότερα κόστη ενέργειας (ηλεκτρικής και φυσικού αερίου) στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η διεθνής ανταγωνιστικότητα για τις βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας (αλουμίνιο, χάλυβας, τσιμέντο, χαρτοποιία, χημική βιομηχανία κ.ά.) καθορίζεται κυρίως από το κόστος ενέργειας, καθώς το κόστος της πρώτης ύλης και το ανά παραγόμενη μονάδα εργατικό είναι παραπλήσια των ανταγωνιστών μας.
Αν δεν ληφθούν από την Πολιτεία - όπως έχει δεσμευτεί - άμεσα μέτρα για την αντιμετώπιση του υψηλού κόστους της ενέργειας, η βιομηχανία εντάσεως ενέργειας θα αποτελέσει παρελθόν για τη χώρα μας και αντικείμενο μελέτης για τους ιστορικούς του μέλλοντος».
2. «Πόσο υψηλότερο, όπως υποστηρίζετε, είναι το ενεργειακό κόστος για τις ελληνικές βιομηχανίες, σε σύγκριση με τις ομοειδείς επιχειρήσεις των άμεσα ανταγωνιστριών χωρών;»
-«Εκτιμούμε ότι το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας για τις μεσαίου μεγέθους μεταποιητικές εγκαταστάσεις που είναι συνδεδεμένες στη Μέση Τάση, είναι περίπου 80% υψηλότερο από εκείνο των ανταγωνιστών μας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για τις μεγαλύτερες βιομηχανικές εγκαταστάσεις που είναι συνδεδεμένες στη Υψηλή Τάση δεν υπάρχουν αρκετά διαθέσιμα στοιχεία, καθώς οι σχετικές διμερείς συμβάσεις μεταξύ βιομηχανιών και προμηθευτών ρεύματος είναι απόρρητες.
Εκτίμησή μου είναι ότι και στην Υψηλή Τάση οι διαφορές είναι σημαντικές και ότι το κόστος στη χώρα μας, ανάλογα με τον κλάδο, είναι από 30% έως και 100% υψηλότερο από εκείνο των ανταγωνιστών μας. Όμως και το κόστος του φυσικού αερίου για τη βιομηχανία είναι στη χώρα μας απαγορευτικό, 30-40% υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και μέχρι και 100% ακριβότερο από ορισμένους Ευρωπαίους ανταγωνιστές μας».
3. «Είναι αντίθετη με τη δημοσιονομική εξυγίανση, κατά τη γνώμη σας, η αιτούμενη μείωση του ενεργειακού κόστους και με ποιους τρόπους θα μπορούσε να επιτευχθεί; Έχετε θέσει το θέμα στην τρόικα και αν ναι ποιες είναι οι ενστάσεις της;»
-«Όχι. Το υψηλό ενεργειακό κόστος στην Ελλάδα οφείλεται στη μονοπωλιακή δομή του συστήματος (ΔΕΗ, ΔΕΠΑ), στο μοντέλο αγοράς που έχει επιλεγεί (υποχρεωτικό pool) που δεν επιτρέπει τα διμερή συμβόλαια και δεν δημιουργεί ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών ενέργειας, καθώς και σε διάχυτες στρεβλώσεις που διαιωνίζονται. Δευτερευόντως οφείλεται στις υπερβολικές ρυθμιστικές χρεώσεις για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) και τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας (ΥΚΩ) και στους υψηλότερους στην Ευρώπη ειδικούς φόρους κατανάλωσης (ΕΦΚ) ενεργειακών προϊόντων για τη βιομηχανία.
Στην Ευρώπη εξάλλου, υπάρχουν μηχανισμοί επιστροφής/εκπτώσεων για τις χρεώσεις αυτές. Πρόσφατα και η Ιταλία αποφάσισε μέτρα ενίσχυσης της βιομηχανίας, ύψους 600 εκατ. ευρώ, με εκπτώσεις σε φόρους και ρυθμιστικές χρεώσεις για βιομηχανίες με κόστος ενέργειας μεγαλύτερο από 3% του τζίρου τους.
Σε μια ανταγωνιστική αγορά οι βιομηχανίες έντασης ενέργειας αποτελούν φορτίο βάσης που εξασφαλίζει την 24ωρη συνεχή λειτουργία των θερμικών μονάδων βάσης, δηλαδή των λιγνιτικών στη χώρα μας, άρα και την οικονομική λειτουργία του Συστήματος. Η θετική συνεισφορά των βιομηχανιών αυτών στη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ανταμείβεται με ανταγωνιστικά τιμολόγια. Η δημιουργία επομένως μια απελευθερωμένης από μονοπώλια και στρεβλώσεις αγορά ηλεκτρικής ενέργειας θα δημιουργούσε συνθήκες κατάλληλες για ανταγωνιστικές τιμές ρεύματος.
Στο φυσικό αέριο οι πολύ υψηλές τιμές στην Ελλάδα οφείλονται κυρίως στους δυσμενείς όρους των συμβάσεων (σύνδεση με πετρελαιοειδή) της ΔΕΠΑ με τους προμηθευτές της. Ευρωπαϊκές χώρες με ανάλογα συμβόλαια πέτυχαν με διαπραγματεύσεις και διαιτησίες να μειώσουν σημαντικά τις τιμές. Δεν πέτυχε το ίδιο και η ΔΕΠΑ, με αποτέλεσμα η βιομηχανία να πληρώνει - λόγω και της μονοπωλιακής δομής και των στρεβλώσεων - το υψηλότερο κόστος ενέργειας στην Ευρώπη. Επιβάλλεται επομένως με πρωτοβουλία της κυβέρνησης η ΔΕΠΑ να απαιτήσει από τους προμηθευτές της μειώσεις τιμών προμήθειας ανάλογες με αυτές που πέτυχαν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας.
Η τρόικα αντιλαμβάνεται την ανάγκη να ανοίξουν οι αγορές στον ανταγωνισμό και να αρθούν όλες οι στρεβλώσεις, όπως άλλωστε έχει δεσμευτεί και η κυβέρνηση με το μνημόνιο.
Εάν, όμως καθυστερήσουν οι μεταρρυθμίσεις, πολλές βιομηχανίες θα οδηγηθούν στο κλείσιμο με αλυσιδωτές επιπτώσεις στην απασχόληση, στα δημοσιονομικά και στις εξαγωγές, που θα οδηγήσουν την ελληνική οικονομία σε μεγαλύτερη ύφεση».
4. «Μήπως το ζητούμενο είναι να μετακυλιστεί μέρος του ενεργειακού κόστους της βιομηχανίας στα νοικοκυριά;»
-«Όχι. Η Βιομηχανία ζητάει ανταγωνιστική αγορά ενέργειας - χωρίς σταυροειδείς επιδοτήσεις άλλων κατηγοριών - στην οποία να πληρώνει το κόστος που της αναλογεί».
5. «Συμμερίζεσθε την άποψη ότι ακόμη κι αν παύσει να υφίσταται νομισματικό θέμα, όσον αφορά τη θέση της Ελλάδας στην ΕΕ, όπως λέγεται δεν πρόκειται να γίνουν σημαντικές επενδύσεις στον βιομηχανικό τομέα αν δεν υπάρξει ουσιαστική μείωση του ενεργειακού κόστους;»
-«Σαφώς. Όταν η χώρα δεν έχει εθνική ενεργειακή στρατηγική , οι λιγνιτικές μονάδες απαξιώνονται, απορρίπτεται η δημιουργία ανθρακικών μονάδων και η στρατηγική βασίζεται στις ακριβές ΑΠΕ και στο ακριβό εισαγόμενο φυσικό αέριο, το ενεργειακό κόστος θα αυξάνει ανεξέλεγκτα».
6. «Ποια μπορεί να είναι, κατά τη γνώμη σας, τα γενικότερα οφέλη από ενδεχόμενη πραγματική μείωση του ενεργειακού κόστους των βιομηχανικών επιχειρήσεων;»
-«Αύξηση ανταγωνιστικότητας, εξαγωγών, θέσεων εργασίας, εσόδων στο Δημόσιο από φόρους και εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία, σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος λόγω περιορισμού των επισφαλών δανείων. Επαναλειτουργία σταματημένου εργοστασιακού δυναμικού εγκαταστάσεων, νέες επενδύσεις και αύξηση του ΑΕΠ».
7. «Και, τέλος, πώς θα σχολιάζατε την άποψη ότι ο βιομηχανικός τομέας είναι μια χαμένη υπόθεση για την Ελλάδα και ότι η πολυπόθητη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μπορεί να προέλθει και να είναι διατηρήσιμη μόνο από άλλους τομείς της οικονομίας;»
-«Τελείως λανθασμένη. Ποια χώρα του ΟΟΣΑ δεν διαθέτει μια ελάχιστη βιομηχανική βάση; Γνωρίζετε εσείς κάποια χώρα που να βασίζεται μόνο σε υπηρεσίες; Κάποια χώρα που να εργάζεται τρεις μήνες κάθε καλοκαίρι με τον Τουρισμό και τους υπόλοιπους εννιά μήνες να πληρώνει το ταμείο Ανεργίας;»