Προτάσεις για την εξυγίανση των προβληματικών τραπεζών από Κομισιόν
Πρόκειται για τη θέσπιση του λεγόμενου Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης για την Τραπεζική Ένωση, στον οποίο κεντρικό ρόλο θα έχουν η ΕΚΤ, αλλά και η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Όπως δήλωσε ο Επίτροπος, αρμόδιος για θέματα εσωτερικής αγοράς, Μισέλ Μπαρνιέ, οι προτάσεις της Επιτροπής αποσκοπούν στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβληματικών τραπεζών, με ελάχιστο κόστος για τους φορολογούμενους και την πραγματική οικονομία και με τρόπο ο οποίος θα αποσυνδέει τα κρατικά χρέη από τα χρέη των τραπεζών.
Τις πρώτες κατευθύνσεις για τον Ενιαίο Μηχανισμό Εποπτείας, στον οποίο κεντρικό ρόλο έχει η ΕΚΤ, τις έδωσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου του 2012. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες αναγνώρισαν τότε την ανάγκη δημιουργίας ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης που θα συμπληρώνει τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό στο πλαίσιο της Τραπεζικής Ένωσης. Στις 26 Ιουνίου του 2013, οι υπουργοί οικονομικών της ΕΕ κατέληξαν σε συμφωνία σχετικά με τους κανόνες που θα εφαρμόζονται όταν μία προβληματική τράπεζα θα πρέπει να οδηγηθεί σε εκκαθάριση, καθώς και ποιοι από τους πιστωτές θα επωμίζονται το κόστος της διάλυσης.
Ωστόσο, η τελική συμφωνία ανάμεσα στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την οδηγία σχετικά με την εξυγίανση των τραπεζών, αναμένεται να επιτευχθεί το φθινόπωρο, η το αργότερο ως το Δεκέμβριο του 2013, όπως δήλωσε ο Γάλλος Επίτροπος Μισέλ Μπαρνιέ. Οι σημερινές προτάσεις της Επιτροπής για τη θέσπιση Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης (ΕΜΕ) για την Τραπεζική Ένωση, συμπληρώνουν τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (ΕΕΜ), ο οποίος, όταν αρχίσει να λειτουργεί στα τέλη του 2014, θα δώσει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) την εξουσία να εποπτεύει άμεσα τις τράπεζες στην ευρωζώνη, καθώς και σε άλλα κράτη μέλη που θα αποφασίσουν να συμμετάσχουν στην Τραπεζική Ένωση. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή προτείνει ο Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης να λειτουργεί ως εξής:
Τον κεντρικό ρόλο θα τον έχει η ΕΚΤ, η οποία, ως εποπτική αρχή, θα επισημαίνει πότε μια τράπεζα στην Ευρωζώνη ή σε κράτος μέλος που συμμετέχει στην Τραπεζική Ένωση αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές δυσκολίες και πρέπει να εξυγιανθεί.
Παράλληλα, προτείνεται η θέσπιση ενός Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, αποτελούμενο από εκπροσώπους της ΕΚΤ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αρμόδιων εθνικών αρχών (της χώρας όπου η εν λόγω τράπεζα έχει την έδρα της, καθώς και υποκαταστήματα ή/και θυγατρικές). Το Συμβούλιο αυτό θα προετοιμάζει την εξυγίανση της τράπεζας και θα καθορίζει ποια διαδικασία θα ακολουθηθεί για την εξυγίανσή της.
Στη συνέχεια το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης θα κάνει τις απαραίτητες συστάσεις στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία θα αποφασίζει αν και πότε πρέπει να τεθεί η τράπεζα υπό καθεστώς εξυγίανσης. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα καθορίζει το πλαίσιο για τη χρήση των εργαλείων και του Ταμείου εξυγίανσης, καθώς για νομικούς λόγους, το Συμβούλιο δεν μπορεί να έχει τον τελικό λόγο.
Την εκτέλεση του σχεδίου εξυγίανσης θα αναλαμβάνουν, στη συνέχεια, οι εθνικές αρχές εξυγίανσης, υπό την εποπτεία του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης.
Τέλος, η Επιτροπή προτείνει τη σύσταση ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης Τραπεζών, το οποίο θα χρηματοδοτεί την εξυγίανση των τραπεζών και το οποίο θα αντικαταστήσει τα εθνικά ταμεία εξυγίανσης των κρατών μελών. Τα χρήματα του Ταμείου αυτού θα προέρχονται από εισφορές των ίδιων των τραπεζών.
Ο Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης θα μπορέσει να τεθεί σε λειτουργία από τον Ιανουάριο του 2015, ενώ οι προτεινόμενοι κανόνες δεν θα τεθούν σε ισχύ πριν το 2018.
Ωστόσο η Γερμανία έχει ήδη εκφράσει τις ενστάσεις για τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον μηχανισμό εξυγίανσης των τραπεζών, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι συμβατές με τις Συνθήκες της ΕΕ. Επί της ουσίας, η Γερμανία δεν επιθυμεί τη σύσταση ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης των Τραπεζών, το οποίο θα αναγκάσει τις γερμανικές τράπεζες τη διάσωση τραπεζών άλλων χωρών της ΕΕ.