ΣΕΚ: Υπάρχει ανάγκη για εθνική στρατηγική στην κτηνοτροφία
Η ανάγκη να διαμορφωθεί μια εθνική στρατηγική, ένα συγκεκριμένο πολυετές πλάνο για την ανάπτυξη του κάθε τομέα της κτηνοτροφίας (αιγοπροβατοτροφία, βοοτροφία, χοιροτροφία, πτηνοτροφία) που να εστιάζει στα συγκριτικά πλεονεκτήματα και να σηματοδοτεί μια «φυγή προς τα εμπρός», επισημάνθηκε κατά τη σημερινή πρώτη ημέρα της Εθνικής Συνδιάσκεψης για τον κλάδο, που διοργανώνει ο Σύνδεσμος Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ).
Στον χαιρετισμό του ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Αθανάσιος Τσαυτάρης, ανέφερε ότι καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια για να υποστηριχθεί ο κλάδος και να εισέλθουν και νέοι αγρότες. Για το θέμα που έχει δημιουργηθεί με τους επιλέξιμους βοσκότοπους, είπε ότι τα προβλήματα περιορίζονται σε μόλις πέντε Περιφερειακές Ενότητες και σήμερα ο αριθμός των κτηνοτρόφων των οποίων το ζήτημα δεν έχει επιλυθεί δεν ξεπερνά τα 8.000 άτομα.
Ο κίνδυνος της κατάρρευσης των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων είναι προ των πυλών, επισήμανε στην ομιλία του ο πρόεδρος του ΣΕΚ Παναγιώτης Πεβερέτος, ο οποίος ανέφερε πως ήδη 15.000 κτηνοτρόφοι έχουν αποχωρήσει από τον κλάδο. Ο κ. Πεβερέτος, ανέδειξε το κόστος παραγωγής ως ένα από το σημαντικότερα προβλήματα της κτηνοτροφίας σήμερα που επηρεάζει τη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστικότητά της.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε, το κόστος των ζωοοτροφών, έφθασε το 2012 στο ύψος των 2,12 δισ. ευρώ, αποτελεί το 38% του κόστους των εισροών στη γεωργική παραγωγή και περίπου το 70% του συνολικού κόστους λειτουργίας της κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης.
Μεγάλη, δε, είναι η εξάρτηση των κτηνοτροφικών μονάδων από τις εισαγόμενες ζωοτροφές, καθώς μόνο οι εισαγωγές σόγιας, ξεπερνούν τους 500.000 τόνους αξίας περίπου 224 εκατ. ευρώ. Εξάλλου, το κόστος της ενέργειας, αυξήθηκε κατά 64% (2009- 2012) υπερβαίνοντας το 2012 το επίπεδο του 1,5 δισ. ευρώ, δηλαδή αποτελεί το 27% του συνολικού κόστους αγροτικής παραγωγής.
Για την αντιμετώπιση της κατάστασης στην κτηνοτροφία και την ανάπτυξή της, πρότεινε να υιοθετηθεί ένα πλέγμα μέτρων για την τόνωση της ρευστότητας, τη μείωση του κόστους παραγωγής, την επένδυση στην ποιότητα με την προσφορά επώνυμων προϊόντων και την προώθηση των εξαγωγών.