Αυτά είναι τα χρέη που διαγράφει η εφορία
Όπως αναφέρεται, για τον χαρακτηρισμό των ληξιπροθέσμων οφειλών προς το Δημόσιο και συμβεβαιωμένων οφειλών προς τρίτους ως ανεπίδεκτων είσπραξης πρέπει αποδεδειγμένα να έχουν εξαντληθεί σωρευτικά όλες οι ενέργειες για τον εντοπισμό πηγών αποπληρωμής και αναγκαστικής είσπραξης, χωρίς να έχει επιτευχθεί η πλήρης εξόφληση των οφειλών ήτοι:
α) να έχουν ολοκληρωθεί όλες οι απαιτούμενες ενέργειες για τον εντοπισμό πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων (κινητών, ακινήτων, απαιτήσεων στα χέρια τρίτων ή τυχόν άλλης πηγής εσόδων),
β) να έχει ολοκληρωθεί η αναγκαστική εκτέλεση επί των υπαρχόντων περιουσιακών στοιχείων και να έχει εισπραχθεί το προϊόν της εκποίησης των πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων και προσόδων του οφειλέτη,
γ) να μην υπόκειται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη κατά τα άρθρα 939 επ. Α.Κ. η καθ' οιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη,
δ) σε περίπτωση που έχει λάβει χώρα κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση, να έχει περατωθεί αυτή ή να έχει κηρυχθεί η παύση των εργασιών της,
ε) σε περίπτωση εκκαθάρισης επιχείρησης ή περιουσίας λόγω λύσης του φορέα της, υπαγωγής σε διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης, δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομίας ή για άλλο λόγο, να έχει περατωθεί αυτή,
στ) να έχουν ολοκληρωθεί όλες οι ανωτέρω (υπό στοιχεία α έως ε) προβλεπόμενες ενέργειες και ως προς τυχόν πρόσωπα που είναι συνυπόχρεα με τον πρωτοφειλέτη για την καταβολή των χρεών προς το Δημόσιο,
ζ) να έχει υποβληθεί εμπεριστατωμένη έκθεση ελέγχου από ειδικά οριζόμενο για το σκοπό αυτό ελεγκτή, ο οποίος πιστοποιεί ότι συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις και ότι δεν υφίσταται άλλη πηγή αποπληρωμής της οφειλής από τον οφειλέτη και τα τυχόν συνυπόχρεα με αυτόν πρόσωπα, μετά από έρευνα στα δεδομένα των φορολογικών δηλώσεων, των πράξεων προσδιορισμού αποτελεσμάτων, σε περίπτωση που έχει διενεργηθεί τακτικός φορολογικός έλεγχος και των πιθανών ευρημάτων αυτού καθώς και σε κάθε στοιχείο του φακέλου, όπως δηλώσεις μητρώου, δηλώσεις στοιχείων ακινήτων Ε9, δηλώσεις μισθωμάτων Ε2, ισολογισμούς, έντυπα πληροφοριών για περιουσιακά στοιχεία φυσικών και νομικών προσώπων, όπως αυτά κάθε φορά ισχύουν, από τα οποία μπορεί να προκύψει οποιαδήποτε πηγή αποπληρωμής του χρέους, εφόσον υφίστανται. Ειδικά για τις οφειλές στα Tελωνεία ο οριζόμενος ελεγκτής θα απευθύνεται στην αρμόδια φορολογική αρχή για τη λήψη των ανωτέρω απαιτούμενων στοιχείων
η) εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την κίνηση της ποινικής διαδικασίας, να έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης, όταν πρόκειται για συνολική βασική οφειλή άνω των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α), όπως ισχύει σήμερα, εκτός εάν δεν είναι δυνατή η υποβολή της.
Από την ημερομηνία καταχώρισης της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση, επέρχονται οι ακόλουθες έννομες συνέπειες:
α) αναστέλλεται αυτοδίκαια η παραγραφή της οφειλής,
β) δεν χορηγείται στον οφειλέτη και σε όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία. Εφόσον πρόκειται για είσπραξη χρημάτων που θα διατεθούν για την ικανοποίηση του Δημοσίου ή για εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, το προϊόν των οποίων θα διατεθεί για τον ίδιο σκοπό, χορηγείται βεβαίωση οφειλής.
γ) δεν χορηγείται στον οφειλέτη και σε όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα άλλο προβλεπόμενο από το νόμο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, εκτός αν πρόκειται για εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, το προϊόν των οποίων θα διατεθεί για τον ίδιο σκοπό.
Οι αρμόδιες κατά τη χορήγηση των ανωτέρω πιστοποιητικών υπηρεσίες πρέπει να εξετάζουν αν η οφειλή έχει καταχωρισθεί στο ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης.
δ) δεσμεύονται στο σύνολό τους οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί των παραπάνω προσώπων κατ' ανάλογη εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 14 του ν. 2523/1997.
Να σημειωθεί ότι οφειλή που έχει καταχωρισθεί στο ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης διαγράφεται από το βιβλίο αυτό και επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη, εάν πριν από την παραγραφή της διαπιστωθεί ότι υπάρχει ή αποκτήθηκε από τον οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο περιουσιακό στοιχείο που καθιστά δυνατή τη μερική ή ολική εξόφληση της οφειλής.