Οι επιχειρήσεις υποτιμούν το κόστος της ενοποίησης μετά τη συγχώνευση

Οι επιχειρήσεις υποτιμούν το κόστος της ενοποίησης μετά τη συγχώνευση σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας της ΕΥ.

Ειδικότερα, από την έρευνα της ΕΥ «The right combination: Managing integration for deal success» η οποία αφορά σε 200 ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων σε όλο τον κόσμο τα οποία συμμετέχουν στη διαδικασία ολοκλήρωσης συμφωνιών, διαπιστώθηκε ότι, με βάση τις πιο σημαντικές συμφωνίες των τελευταίων 12- 24 μηνών, οι εταιρείες επένδυσαν κατά μέσο όρο το 14% της συνολικής αξίας των συμφωνιών, για την ενοποίηση.

Η μέση αξία των συμφωνιών που δημοσιοποιήθηκαν το 2013 ήταν 256 εκατ. ευρώ, γεγονός που υποδηλώνει ότι το κόστος ενοποίησης ανά συναλλαγή ήταν κατά μέσο όρο 36 εκατ. ευρώ.

Ωστόσο, ενώ στην πλειοψηφία τους οι εταιρείες κατανέμουν σωστά τους πόρους για την ενσωμάτωση λειτουργιών, υπάρχουν ενδείξεις ότι ο προϋπολογισμός που διαθέτουν για την ενοποίηση δεν είναι επαρκής.

Πάνω από το ένα πέμπτο των ερωτηθέντων δήλωσε ότι, εκ των υστέρων, θα είχαν αυξήσει τον προϋπολογισμό της ενοποίησης. Μεταξύ των ερωτηθέντων των οποίων ο προϋπολογισμός έφθανε το 10% της αξίας των συμφωνιών, το 38% δήλωσαν ότι εκ των υστέρων θα είχαν αυξήσει τον προϋπολογισμό τους έως 5%.

Παράλληλα, οι εταιρείες, ενδέχεται, να υποτιμούν τις ανάγκες σε προσωπικό, καθώς μόνο το 4% χρησιμοποιεί 16 ή περισσότερα στελέχη στην ομάδα που δουλεύουν για την ενοποίηση ενώ το 46% χρησιμοποιεί λιγότερο από 10 άτομα.

Μόνο το 21% των στελεχών προσδιόρισαν την απόκτηση δεξιοτήτων και ταλέντου ως παράγοντα που συνετέλεσε στην τελευταία μεγάλη τους συμφωνία. Κανένας από τους ερωτηθέντες δεν ανέφερε τον παράγοντα αυτόν ως τον σημαντικότερο για μια συμφωνία.

Η χαμηλή προτεραιότητα που αποδίδεται στην προσέλκυση σημαντικών στελεχών μέσω Συγχωνεύσεων & Εξαγορών (Σ&Ε) έρχεται σε αντίθεση με την αντίληψη ότι οι επιχειρήσεις, προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές και επιτυχημένες, πρέπει να κερδίσουν τον «πόλεμο για το ταλέντο».

Οι ερωτηθέντες αντιμετωπίζουν την προσέλκυση νέων, ταλαντούχων στελεχών ως ένα «πρόσθετο πλεονέκτημα» μιας συμφωνίας και όχι ως υποκείμενη στρατηγική επιλογή.

Η επιτυχημένη ενοποίηση των τμημάτων πωλήσεων και μάρκετινγκ είναι οι λειτουργίες που προσδιορίζονται από τα περισσότερα στελέχη ως το βασικό κριτήριο για την τελευταία μεγάλη συμφωνία τους, με το 29% να θεωρεί την ενοποίηση τους ως προτεραιότητα. Ωστόσο, οι λειτουργίες back office, όπως τα οικονομικά (9%), οι ανθρώπινοι πόροι (7%) και η τεχνολογία των πληροφοριών (6%) κατατάχθηκαν στις τρεις τελευταίες θέσεις.

Οι καλύτερες διαδικασίες ενοποίησης βασίζονται στον προσδιορισμό εξαρχής μιας σαφούς λογικής για τη συμφωνία και τον καθορισμό της ημερήσιας διάταξης για την στρατηγική ενοποίησης. Μετά την ολοκλήρωση της ενοποίησης, σχεδόν τα μισά στελέχη (45%) δήλωσαν ότι διεξήγαγαν ελέγχους αποτίμησης της ενοποίησης.

Το 41% των ερωτηθέντων προχώρησε σε κωδικοποίηση των διδαγμάτων του παρελθόντος και των βέλτιστων πρακτικών.

Τα στελέχη ανέφεραν επίσης ότι, αν τους δινόταν η ευκαιρία να επαναλάβουν την τελευταία τους συμφωνία, θα προχωρούσαν στην ενοποίηση ταχύτερα, θα βελτίωναν την επικοινωνία και θα προχωρούσαν σε ένα δεύτερο κύμα ενοποίησης.

Το 80% ανέφερε ότι θα επιτάχυναν το ρυθμό της ενοποίησης, το 62% θα προχωρούσαν σε ένα δεύτερο κύμα ενοποίησης, ενώ το 58% των αγοραστών θα τηρούσαν ενήμερους τα ενδιαφερόμενα μέρη (stakeholders) για την πρόοδο της διαδικασίας ενοποίησης.

Πηγη ΑΜΝΑ

Διαβάστε επίσης

Σάλλας στο Bloomberg: Απαραίτητες οι εσωτερικές συγχωνεύσεις