Η ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδος για τα stress tests
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η ΕΚΤ διεξήγαγε τη Συνολική Αξιολόγηση ενόψει της ανάληψης των αρμοδιοτήτων της στον τομέα της εποπτείας των τραπεζών στο πλαίσιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΕΜ) για τα πιστωτικά ιδρύματα της ζώνης του ευρώ τον Νοέμβριο του 2014.
Οι στόχοι της αξιολόγησης ήταν τρεις:
α) η επίτευξη διαφάνειας μέσω της ποιοτικής και ποσοτικής αναβάθμισης των διαθέσιμων πληροφοριών για την πραγματική κατάσταση των πιστωτικών ιδρυμάτων,
β) ο προσδιορισμός όλων των διορθωτικών μέτρων που θα πρέπει να ληφθούν σε όσες περιπτώσεις διαπιστωθούν χρηματοοικονομικές και οικονομικές αδυναμίες και
γ) η ενίσχυση της εμπιστοσύνης όλων των ενδιαφερόμενων πλευρών, δηλ. των καταθετών, των αγορών και των επενδυτών, στη φερεγγυότητα των τραπεζικών ιδρυμάτων της ζώνης του ευρώ. Ο απώτερος σκοπός είναι η διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και η ενίσχυση των αναπτυξιακών προοπτικών της οικονομίας της ζώνης του ευρώ.
Η Συνολική Αξιολόγηση κάλυψε 130 πιστωτικά ιδρύματα με σύνολο ενεργητικού 22,1 τρισεκ. ευρώ, το οποίο αποτελεί το 81,6% του συνολικού ενεργητικού των τραπεζών που υπάγονται στον ΕΕΜ. Η άσκηση είχε μεγάλη χρονική διάρκεια και έκταση, καθώς χρειάστηκε ένα έτος για να ολοκληρωθεί και εξέτασε όλες τις συμμετέχουσες τράπεζες και όλα τα επιμέρους χαρτοφυλάκιά τους. Το εγχείρημα ανέλαβαν η ΕΚΤ (ΕΕΜ), όλες οι αρμόδιες εθνικές αρχές, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΒΑ) και εξωτερικοί εμπειρογνώμονες. Συνολικά συμμετείχαν περισσότερα από 6.000 άτομα.
Η ομοιόμορφη εφαρμογή της λεπτομερούς μεθοδολογίας για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα είχε υψίστη σημασία, προκειμένου να επιτευχθεί συνεπής πληροφόρηση σχετικά με τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ και να διασφαλιστεί ίση μεταχείριση.
Τα τέσσερα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα που έλαβαν μέρος στη Συνολική Αξιολόγηση ήταν η Alpha Bank A.E., η Eurobank Ergasias A.E., η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και η Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε. Αυτές οι τράπεζες θα εποπτεύονται απευθείας από την ΕΚΤ μετά τις 4 Νοεμβρίου.
Μεθοδολογία της Συνολικής Αξιολόγησης
Η Συνολική Αξιολόγηση περιλάμβανε δύο συνιστώσες:
1. Διεξοδικό και λεπτομερή έλεγχο της ποιότητας του ενεργητικού (Asset Quality Review – AQR), στο πλαίσιο του οποίου τα στοιχεία ενεργητικού των τραπεζών εξετάστηκαν σύμφωνα με μια προσέγγιση από κάτω προς τα επάνω (bottom-up). Ο έλεγχος κατέγραψε επακριβώς την αξία των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών, όπως είχαν σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή, δηλ. στις 31 Δεκεμβρίου 2013 και το αποτέλεσμά του χρησίμευσε ως σημείο εκκίνησης για την άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Ο έλεγχος της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού διενεργήθηκε από την ΕΚΤ και τις αρμόδιες εθνικές αρχές και βασίστηκε στα εποπτικά κεφάλαια όπως καθορίζονται από την Οδηγία και τον Κανονισμό για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (CRR/CRD ΙV) , που ισχύουν από 1ης Ιανουαρίου 2014 και προβλέπουν ελάχιστο επίπεδο 8,0% για τον δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών (CET 1).
2. Μια άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων με προοπτικό χαρακτήρα και με προσέγγιση από επάνω προς τα κάτω (top-down), η οποία εξέτασε την ανθεκτικότητα της φερεγγυότητας των τραπεζών σε δύο υποθετικά σενάρια, το βασικό σενάριο, που υποθέτει δείκτη CET 1 8,0%, και το σενάριο δυσμενών εξελίξεων, που υποθέτει δείκτη CET 1 5,5%. Tα σενάρια αυτά καλύπτουν την περίοδο 2014-2016 και έχουν διαμορφωθεί από κοινού με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου και την ΕΚΤ. Η άσκηση βασίζεται στα ενοποιημένα στοιχεία στο τέλος του έτους 2013 και έχει συμπεριλάβει τις νέες πληροφορίες που προέκυψαν από τον έλεγχο της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού (AQR).
Επειδή τα σχέδια αναδιάρθρωσης των ελληνικών τραπεζών δεν είχαν επίσημα εγκριθεί και δημοσιευθεί πριν από τις 31.12.2013, οι ελληνικές τράπεζες εφάρμοσαν την υπόθεση του «στατικού ισολογισμού», σύμφωνα με τη μεθοδολογία της ΕΒΑ. Ωστόσο, και οι τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες υλοποιούν ήδη κατά το 2014 σχέδια αναδιάρθρωσης, τα οποία έχουν εγκριθεί επίσημα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεδομένου ότι οι προβολές που συνάγονται βάσει του στατικού ισολογισμού δεν είναι απόλυτα αντιπροσωπευτικές της μελλοντικής κεφαλαιακής θέσης των εν λόγω τραπεζών, η άσκηση διεξήχθη παράλληλα εφαρμόζοντας την προσέγγιση του «δυναμικού ισολογισμού», η οποία προσέγγιση ήταν και η μοναδική που ακολουθήθηκε για ορισμένες από τις άλλες συμμετέχουσες τράπεζες. Οι δυναμικοί ισολογισμοί υποβλήθηκαν σε εξίσου αυστηρή διαδικασία διασφάλισης ποιότητας όπως και στην περίπτωση των στατικών ισολογισμών.
Ειδικότερα, βάσει του στατικού ισολογισμού, εφαρμόζεται η υπόθεση μηδενικής οικονομικής ανάπτυξης σε ατομική, υποενοποιημένη και ενοποιημένη βάση, τόσο για το βασικό όσο και για το δυσμενές σενάριο. Επιπλέον διατυπώνεται η υπόθεση ότι οι τράπεζες διατηρούν την ίδια σύνθεση δραστηριοτήτων και το ίδιο επιχειρηματικό μοντέλο (γεωγραφική παρουσία, στρατηγική προϊόντων και λειτουργίες) σε όλη τη διάρκεια του χρονικού ορίζοντα. Βάσει του δυναμικού ισολογισμού, λαμβάνονται υπόψη και τα σχέδια αναδιάρθρωσης που έχουν αξιολογηθεί και εγκριθεί από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού (DG-Comp) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ ταυτόχρονα ακολουθείται η μεθοδολογία της ΕΒΑ για να διασφαλιστεί ίση μεταχείριση. Τα σχέδια αναδιάρθρωσης ενσωματώνουν μια σειρά από δεσμεύσεις των τραπεζών, όπως διάθεση στοιχείων ενεργητικού και θυγατρικών, μείωση των λειτουργικών εξόδων και μείωση του κόστους των καταθέσεων. Επιπλέον, στις προβολές ενσωματώνονται οι μέχρι στιγμής πραγματοποιηθείσες ενέργειες των τραπεζών για ενίσχυση των κεφαλαίων τους. Τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων βάσει του δυναμικού ισολογισμού αντανακλούν την εκτιμώμενη κεφαλαιακή θέση των τραπεζών αφού συμπεριληφθούν και τα σχέδια αναδιάρθρωσης που ήδη αυτές υλοποιούν. Τα αποτελέσματα αυτά θα ληφθούν υπόψη από τις Μικτές Εποπτικές Ομάδες για τον προσδιορισμό των τελικών κεφαλαιακών απαιτήσεων των τραπεζών.
Όσες τράπεζες παρουσιάζουν υστέρηση κεφαλαίων σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της Συνολικής Αξιολόγησης θα πρέπει, εντός δύο εβδομάδων από την παρούσα ανακοίνωση, να υποβάλουν σχέδια κεφαλαιακής αναδιάρθρωσης, τα οποία θα εξηγούν λεπτομερώς με ποιο τρόπο θα καλυφθεί η υστέρηση και τα οποία στη συνέχεια θα αξιολογηθούν από τις Μικτές Εποπτικές Ομάδες.
Τα αποτελέσματα της άσκησης δεν περιλαμβάνουν τη θετική επίδραση από τις πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις που επιτρέπουν τη μετατροπή μέρους των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων των ελληνικών τραπεζών σε αναβαλλόμενες οριστικές και εκκαθαρισμένες απαιτήσεις έναντι του Δημοσίου.
Συγκεντρωτικά αποτελέσματα για τις ελληνικές τράπεζες
Τρία από τα τέσσερα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα που έλαβαν μέρος στη Συνολική Αξιολόγηση δεν παρουσιάζουν υστέρηση κεφαλαίων με βάση την υπόθεση δυναμικού ισολογισμού και το τέταρτο πιστωτικό ίδρυμα στην ουσία δεν παρουσιάζει κεφαλαιακή υστέρηση.
Με βάση την υπόθεση στατικού ισολογισμού, η Alpha Bank A.E. δεν παρουσιάζει υστέρηση κεφαλαίων, ενώ η Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε., παρουσιάζει υστέρηση κεφαλαίων, η οποία όμως υπερκαλύπτεται από την καθαρή αύξηση μετοχικού κεφαλαίου που πραγματοποίησε το 2014 μετά και την αφαίρεση του ποσού εξαγοράς προνομιούχων μετοχών.
Με βάση την υπόθεση στατικού ισολογισμού, η Εθνική Τράπεζα Α.Ε. και η Eurobank Ergasias A.E. παρουσιάζουν υστέρηση κεφαλαίων, λαμβάνοντας υπόψη τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου τις οποίες πραγματοποίησαν το 2014. Ωστόσο, όπως αναφέρει η συγκεντρωτική έκθεση της Συνολικής Αξιολόγησης: «για [αυτές] τις τράπεζες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο και οι οποίες εμφανίζουν κεφαλαιακή υστέρηση βάσει του στατικού ισολογισμού, οι προβολές βάσει του δυναμικού ισολογισμού (οι οποίες εκπονήθηκαν παράλληλα με την αξιολόγηση βάσει του στατικού ισολογισμού, καθώς τα σχέδια αναδιάρθρωσης συμφωνήθηκαν με την ΓΔ Ανταγωνισμού μετά την 1η Ιανουαρίου 2014) θα ληφθούν υπόψη από τις Μικτές Εποπτικές Ομάδες για τον προσδιορισμό των τελικών κεφαλαιακών απαιτήσεων. Βάσει του δυναμικού ισολογισμού, μία τράπεζα (Εθνική Τράπεζα Α.Ε.) δεν παρουσιάζει υστέρηση κεφαλαίων και ακόμη μία (Eurobank Ergasias A.E.) στην ουσία δεν παρουσιάζει κεφαλαιακή υστέρηση».
Τα αποτελέσματα της άσκησης που διενεργήθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έδειξε ότι οι αυξήσεις κεφαλαίων και τα σχέδια αναδιάρθρωσης που υλοποιούνται από τις τέσσερις ελληνικές τράπεζες έχουν ενισχύσει σημαντικά την κεφαλαιακή τους θέση.
Διαβάστε επίσης: