«Εφικτή η ανάπτυξη 2% - 3% ετησίως έως το 2020»
Η παρουσίαση έγινε από τον πρόεδρο και επιστημονικό διευθυντή του ΚΕΠΕ, καθηγητή Νικόλαο Φίλιππα και δύο εκ των τριών μελετητών (Αικατερίνη Τσούμα, Θεόδωρος Τσέκερης, Έρση Αθανασίου), παρουσία του πρύτανη του ΠΑΜΑΚ Αχιλλέα Ζαπράνη, που χαιρέτισε στην εκδήλωση και φοιτητών του ΠΑΜΑΚ.
«Η ελληνική οικονομία δύναται να αναπτύσσεται με έναν ετήσιο ρυθμό μεταβολής, σύμφωνα με το πιο μετριοπαθές σενάριο, της τάξεως του 2,4 %» τόνισε η μελετήτρια του ΚΕΠΕ Αικατερίνη Τσούμα. Αναφερόμενη στην συνολική πρόβλεψη για το ποσοστό μεταβολής του ΑΕΠ με ορίζοντα το 2020 πρόσθεσε : «Για την περίοδο που εξετάζουμε, σωρευτικά, σύμφωνα με το μετριοπαθές σενάριο, μιλάμε για μια σωρευτική αύξηση έως 17% και σύμφωνα με το αισιόδοξο σενάριο μιλάμε για ένα 20%».
«Υπενθυμίζω, ότι του χρόνου θα κινηθούμε με ρυθμούς ανάπτυξης 2,9% του ΑΕΠ» τόνισε σε δηλώσεις του ο πρόεδρος του ΚΕΠΕ Νικόλαος Φίλιππας, επισημαίνοντας ωστόσο ότι απαιτείται πολιτική σταθερότητα, αξιοπιστία και αξιοποίηση των αναπτυξιακών πλεονεκτημάτων της χώρας.
Στη μελέτη του ΚΕΠΕ, που έγινε για λογαριασμό του ΥΠΑΝ, περιλαμβάνονται προβλέψεις και προϋποθέσεις για μια μακρόχρονη «βιώσιμη, αειφόρο, έξυπνη και εξωστρεφή ανάπτυξη», η οποία «θα δημιουργεί απασχόληση, θα εγγυάται την κοινωνική συνοχή και τη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων». Η υλοποίηση του στόχου, σύμφωνα με τη μελέτη, απαιτεί μια «δέσμη αλληλένδετων πολιτικών και δράσεων» με στρατηγικούς και επιμέρους στόχους και προτεραιότητες και με πέντε βασικούς άξονες δράσης : Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ενίσχυση ανθρώπινων πόρων , αποκατάσταση ρευστότητας - χρηματοδότησης, προώθηση εξωστρέφειας και ανάπτυξη δυναμικών κλάδων της οικονομίας.
Η κατεύθυνση, η οποία προτείνεται, περιλαμβάνει τη μεταστροφή του αναπτυξιακού μοντέλου με αναδιάρθρωση του ΑΕΠ και με ανασύνθεση των συνιστωσών του, με τέτοιο τρόπο, που να συμβάλλει καθοριστικά στην επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης, δημοσιονομικής σταθερότητας, εξισορρόπηση του εξωτερικού ισοζυγίου, αύξηση των μεριδίων επενδύσεων και εξαγωγών, με ένα επίπεδο κατανάλωσης με θετικό πρόσημο μεν, αλλά με ρυθμούς συμβατούς με την ανάκαμψη της αποταμίευσης.
Στη μελέτη τονίζεται ότι «η ανάπτυξη της χώρας τα προηγούμενα χρόνια στηρίχθηκε σε ένα μη βιώσιμο οικονομικό υπόδειγμα» με υπέρμετρη κατανάλωση και δανεισμό και αναγνωρίζεται ότι «σήμερα, η Ελλάδα βρίσκεται κοντά σε μια νέα υγιέστερη ισορροπία, κυρίως στα πεδία της δημοσιονομικής προσαρμογής, του εξωτερικού ισοζυγίου και της αξιοπιστίας της χώρας, έχοντας προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό τις αναγκαίες δομικές και διαρθρωτικές μεταβολές». Σε αυτή τη φάση, σύμφωνα με την έρευνα, υπάρχουν σε σχέση και με το νέο διεθνές περιβάλλον (άνοδος των BRICS, νέες οικονομικές τάσεις, κ.α.) συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας (καταρτισμένο εργατικό δυναμικό, στρατηγική θέση, αναξιοποίητοι φυσικοί πόροι, πλούσια πολιτιστική κληρονομιά, διασπορά, κ.α.) που εάν αξιοποιηθούν σωστά μπορούν να οδηγήσουν σε μια ανάπτυξη με ενισχυμένα τα χαρακτηριστικά της εξωστρέφειας, της καινοτομίας και της αύξησης των επενδύσεων και των εξαγωγών.
Οι πόροι χρηματοδότησης αυτής της ανάπτυξης μπορούν να προέλθουν από τον αναπτυξιακό νόμο, το ΕΣΠΑ και την ΕΤΕΠ, αλλά και από ιδιωτικά κεφάλαια και συνέργειες, καθώς σημαντική κρίνεται η αύξηση της εσωτερικής αποταμίευσης, ώστε να ενισχυθεί η ρευστότητα για επενδύσεις και η επιστροφή πόρων από το εξωτερικό.
Μεταξύ των προϋποθέσεων για την ανάπτυξη, όπως αναφέρεται στη μελέτη, είναι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε διάφορους τομείς (δημόσια διοίκηση, εκπαίδευση, δικαιοσύνη, γραφειοκρατία, φορολογία) ώστε να καταστεί πιο ανταγωνιστική η οικονομία και να διαμορφωθεί ένα πιο πρόσφορο επενδυτικό περιβάλλον, που να ενισχύει την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, την αύξηση των εξαγωγών, κ.α.
Στους κυριότερους τομείς που θα μπορούσαν να σηκώσουν το βάρος της αναπτυξιακής προσπάθειας για την αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου συγκαταλέγονται ο τουρισμός, η ναυτιλία, η αγροτική οικονομία, η ενέργεια, οι νέες τεχνολογίες, η εγχώρια φαρμακοβιομηχανία, οι μεταφορές, τα logistics, κ.α.
Τέλος, αναφέρεται η σημασία της ενεργοποίησης ενδοκλαδικών και διακλαδικών συνεργειών που μπορούν να οδηγήσουν σε δημιουργία υψηλότερης προστιθέμενης αξίας δραστηριότητες με πολλαπλασιαστικές επιδράσεις σε άλλους τομείς, π.χ. μεταξύ γεωργίας και αλιείας, τουρισμού και υγείας, κατασκευών και ενέργειας, μεταφορών και ναυτιλίας, κ.α.