Πρωτογενές πλεόνασμα αναξιοπιστίας
Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα στην οποία ήλθε η τρόικα για να τη σώσει από τη χρεοκοπία. Και η μόνη ως τώρα από την οποία η τρόικα δεν έχει φύγει. Κι όταν φεύγει, την παρακαλούμε να γυρίσει. Η εξήγηση είναι απλή. Η κυβέρνηση φοβάται το πολιτικό κόστος. Και γι αυτό, το εισπράττει στο πολλαπλάσιο.
Του Διαμαντή Σεϊτανίδη
Ας θυμηθούμε, πρώτα από όλα, τα αυτονόητα: Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα στην οποία ήλθε η τρόικα για να τη σώσει από τη χρεοκοπία. Ήταν Άνοιξη του 2010. Το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ακολούθησε η Ιρλανδία, το Μάιο του 2011 η Πορτογαλία και δυο χρόνια αργότερα, η Ισπανία.
Σήμερα, η μόνη χώρα που υποδέχεται την τρόικα (για την ακρίβεια: παρακαλεί να υποδεχτεί την τρόικα) είναι η δική μας. Σε όλες τις άλλες χώρες έχει τελειώσει τη δουλειά της κι έχει φύγει. Εδώ ξεκίνησε νωρίτερα από όλους, κι ακόμα δεν έχει τελειώσει. Πώς εξηγείται αυτό;
Μια εξήγηση μπορεί να είναι ότι τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είναι πολύ περισσότερα από των άλλων οικονομιών, άρα χρειαζόταν ευρύτερη παρέμβαση. Αν αυτό ήταν αλήθεια, σήμερα, παραμονές που το μνημόνιο τελειώνει (ακόμα κι αν παραταθεί για λίγο καιρό), η Ελλάδα θα ήταν μια χώρα που:
- θα μπορούσε να διαχειριστεί το χρέος της,
- θα παρήγαγε πλούτο, δηλαδή θα άρχιζαν να φαίνονται οι συνέπειες της προσαρμογής, ως αποτέλεσμα της συνεργασίας κυβέρνησης- τρόικας,
- οι πολίτες της θα διαπίστωναν στην καθημερινότητά τους ότι η κρίση βαίνει προς το τέλος της.
Φυσικά, τίποτε από αυτά δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα. Και δεν συμβαίνει, διότι η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζει πρωτογενές πλεόνασμα αναξιοπιστίας στη σχέση της τόσο με τους πολίτες, όσο και με τους δανειστές μας. Ευχαρίστως υποδέχεται φιλολαϊκές εξελίξεις (όπως πχ τη μισθολογική αποκατάσταση των ενστόλων), αρνείται όμως να παρουσιάσει απέναντι σε αυτό το μόνιμο έξοδο, ένα αντίστοιχο μόνιμο έσοδο. Και κατά μείζονα λόγο, αρνείται να κάνει διαρθρωτικές αλλαγές που να βγάζουν την οικονομία από την κρίση και τους πολίτες από τη δεινή δοκιμασία.
Σε αυτό το μόνιμο καθεστώς τριβών, οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις δεν προωθούνται. Η κυβέρνηση θέλει να εξελιχθούν τα πράγματα χωρίς να εισπράττει πολιτικό κόστος, κι η τρόικα που βλέπει αυτή την πάγια απροθυμία, σκληραίνει τη στάση της για να στείλει μηνύματα και στην όποια επόμενη κυβέρνηση.
Αποτέλεσμα: Ενώ η Ελλάδα έχει λάβει το μυθώδες ποσό των 350 δισ. ευρώ από τους δανειστές της, σήμερα το χρέος της είναι τεράστιο και μη βιώσιμο, η οικονομία βουλιάζει στο έλος της κρίσης αντί να βγαίνει από αυτήν κι οι μεταρρυθμίσεις προωθούνται μόνον στις κυβερνητικές ομιλίες και διαμάχες στα κανάλια. Όσο για την κυβέρνηση, έντρομη διότι εισπράττει στο πολλαπλάσιο το πολιτικό κόστος που θέλησε να αποφύγει, δεν έχει παρά μόνο μία λύση: Να φορτώνει επικοινωνιακά στην «κακή» τρόικα, όλα όσα έπρεπε να έχουν γίνει στη χώρα μας, όπως έγιναν στην Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Και να νίπτει τας χείρας της ως Πόντιος Πιλάτος.
Κι αυτό θα γυρίσει μπούμερανγκ, όπως γυρίζει το πολιτικό κόστος!