Ο ΟΟΣΑ προειδοποιεί: Ενισχύστε το ασφαλιστικό!
Τη στιγμή που η τρόικα και τα αρμόδια υπουργεία Οικονομικών και Εργασίας προχωρούν σε συνεχείς μειώσεις εργοδοτικών εισφορών με στόχο τη μείωση του εργοδοτικού κόστους με την ελπίδα ότι αυτό θα ενισχύσει την αγορά εργασίας, ο ΟΟΣΑ προειδοποιεί ότι τα κράτη πρέπει να κάνουν μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση του ασφαλιστικού τους συστήματος.
Της Μαρίνας Πρωτονοταρίου
Ειδικότερα, ο ΟΟΣΑ στο πανόραμά του για τις συντάξεις το 2014, τονίζει ότι η αναλογία εργαζομένων-συνταξιούχων τείνει να μειωθεί μέσα στα επόμενα 20 χρόνια από τέσσερις εργαζόμενους προς έναν συνταξιούχο 65 ετών σε άνω κατά μέσο όρο, σε έναν ή δύο εργαζόμενους προς έναν συνταξιούχο καλώντας τα μέλη του να προβλέψουν ταυτόχρονα τον μεγάλο αριθμό αποχωρήσεων από την εργασία για συνταξιοδότηση και την επιμήκυνση του προσδόκιμου ζωής.
Μεταξύ Φεβρουαρίου 2012 και Σεπτεμβρίου 2014, οι περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ άρχισαν μεταρρυθμίσεις σε μια προσπάθεια εξασφάλισης της βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού τους συστήματος.
Αντίθετα στην Ελλάδα από τον Ιούλιο του 2014 αποφασίστηκε η μείωση του μη μισθολογικού κόστους κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες εφάπαξ, από τον Ιούλιο του 2014. Πρόκειται για τη δεύτερη μείωση καθώς έχουν ήδη περικοπεί οι εισφορές των εργοδοτών κατά 1,4%. Με την κίνηση αυτή υλοποιείται πριν από τις αρχές του 2016 ο μνημονιακός στόχος για συνολική μείωση των εργοδοτικών εισφορών συνολικά κατά 5%.
H μείωση των εισφορών θα αφαιρέσει ετησίως από τον ΟΑΕΔ πόρους 350 εκατ. ευρώ. Η καθαρή απώλεια για το υπόλοιπο του 2014 –από την ημερομηνία εφαρμογής του μέτρου– υπολογίζεται στο ποσό των 120 εκατ. ευρώ. Η κυβέρνηση εκτιμά ότι τα απολεσθέντα ποσά θα καλυφθούν εν μέρει από τη δυναμική που θα προκαλέσει το μέτρο, αλλά και από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Μεταξύ Φεβρουαρίου 2012 και Σεπτεμβρίου 2014, αντίθετα με την Ελλάδα, πολλές χώρες είναι αυτές που μετέβαλαν τους φόρους που παρακρατούνται από τις συντάξεις για την αποκατάσταση της ισορροπίας: στη Φινλανδία, οι συντάξεις άνω των 45.000 ευρώ φορολογήθηκαν περισσότερο (+6%), ενώ η Πορτογαλία μείωσε το όριο φορολογίας των συντάξεων και αύξησε την φορολογία στα υψηλότερα εισοδήματα.
Οι εισφορές αυξήθηκαν επίσης, για παράδειγμα στο Κεμπέκ από 9,9% το 2011 στο 10,8% το 2017, η Γαλλία τις αύξησε κατά 0,3% για τους εργοδότες και τους εργαζόμενους έως το 2017, η Φινλανδία κατά 0,4% κάθε χρόνο μεταξύ 2011 και 2016 για τον ιδιωτικό τομέα.
Άλλες χώρες πειραματίστηκαν με την αναπροσαρμογή των συντάξεων: η Φινλανδία την περιόρισε στο 0,4% το 2015, η Γαλλία την μετέθεσε από τον Απρίλιο στον Οκτώβριο. Η Ελλάδα από την πλευρά της πάγωσε την τιμαριθμική αναπροσαρμογή μεταξύ 2011 και 2015.
Άλλος ενεργοποιημένος μοχλός, ο "πιο αμφιλεγόμενος", το ηλικιακό όριο για τη συνταξιοδότηση, το οποίο όλο και περισσότερες χώρες αυξάνουν. Οι Πολωνοί θα πρέπει κατά συνέπεια να εργάζονται μέχρι τα 67 τους χρόνια από το 2020 (2040 για τις Πολωνές), οι Καναδοί έως τα 67 τους από το 2029, οι Ιρλανδοί έως τα 68 μετά το 2028.
Όσον αφορά τις κοινωνικές δαπάνες και εκεί το ποσοστό κοινωνικών δαπανών που καταλήγει στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα είναι μόλις 10% στην Ελλάδα και είναι το δεύτερο χαμηλότερο μεταξύ όλων των χωρών του ΟΟΣΑ εκτός από την Τουρκία, σύμφωνα με σχετική μελέτη του ΚΕΠΕ που παρουσιάστηκε σήμερα.
Η Ελλάδα σημείωσε την ταχύτερη μείωση των κρατικών δαπανών για κοινωνική περίθαλψη τα τελευταία χρόνια μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, αφού οι δαπάνες μειώθηκαν (ως ποσοστό του ΑΕΠ) κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2012, υποχωρώντας στο 25,7% του ΑΕΠ.
Η Ελλάδα κατέχει την 9η θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ και αρκετά πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (22% του ΑΕΠ το 2014), ενώ η Γαλλία είναι η πρωταθλήτρια, όσον αφορά το μέγεθος του κοινωνικού της κράτους αφού οι σχετικές δαπάνες υπερβαίνουν το 31% του ΑΕΠ.
Κατά μέσο όρο, οι χώρες του ΟΟΣΑ δαπανούν περισσότερα χρήματα για επιδόματα (12,3% του ΑΕΠ), από ότι για υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας (8,6% του ΑΕΠ). Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι στις αγγλοσαξονικές χώρες και στις χώρες του ΟΟΣΑ εκτός Ευρώπης είναι πολύ υψηλότερο σε σχέση με τις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης, αφού κυμαίνεται στο 25%-40%.