Η οικονομία πληρώνει τις αμαρτίες της πολιτικής
Του Διαμαντή Σεϊτανίδη
Γιατί δεν ήταν μόνο η κατάρρευση του Χρηματιστηρίου. Ήταν επίσης η μεγάλη άνοδος των spreads, ως αποτέλεσμα της πτώσης στις τιμές των ομολόγων στη δευτερογενή αγορά. Το δεκαετές άγγιξε το ψυχολογικό όριο του 8%, ενώ το τριετές ξεπέρασε αυτό το όριο (8,23%). Ο εφιάλτης του 2012 αναβιώνει μπροστά στα μάτια μας. Ο κύριος Σαμαράς ετοιμάζεται να απέλθει, αφήνοντας τη χώρα σε τόσο κρίσιμη κατάσταση, όσο κρίσιμη ήταν κι όταν ανέλαβε.
Ο ένας δείκτης μετά τον άλλο φανερώνουν ότι τώρα, πια, είναι αργά για την κυβέρνηση να στηρίξει την αγορά και την οικονομία. Αυτό έπρεπε να το έχει κάνει τα τελευταία δυόμιση χρόνια με θαρραλέες μεταρρυθμίσεις, με ανάληψη πολιτικού κόστους, με καθαρά μηνύματα αλλαγής σελίδας προς την κοινωνία και τις αγορές. Αντ' αυτού η κυβέρνηση Σαμαρά επιχείρησε να κρύψει κάτω από το χαλί τα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, να τα γιατροπορέψει με πρωθυπουργικούς λαϊκισμούς αντί για αλλαγή του αναπτυξιακού μας μοντέλου, να αποφύγει τις επώδυνες μεταρρυθμίσεις που όμως φέρνουν αποτελέσματα, να κυνηγήσει τους στόχους που έθεταν οι δανειστές μας όχι με ανάπτυξη, αλλά με συρρίκνωση εισοδημάτων, οριζόντιες περικοπές, άγρια λιτότητα χωρίς αναπτυξιακή προοπτική. Κι ενώ η ζωή των Ελλήνων χειροτέρευε μέρα με τη μέρα, ο κύριος Σαμαράς μιλούσε για success story και άλλες ιστορίες για αγρίους.
Η χθεσινή, πάντως, δεν ήταν παρά μόνο η πρώτη ημέρα της καταστροφής. Μέχρι το τέλος του χρόνου έχουμε να δούμε πολλά στο Χρηματιστήριο και στις αγορές των ομολόγων. Το μόνο βέβαιο σήμερα είναι ότι η αγορά όχι μόνο δεν συμμερίζεται τις κυβερνητικές ελπίδες περί δυνατότητας εξεύρεσης των 180 βουλευτών που απαιτούνται για εκλογή προέδρου, αλλά αντίθετα προεξοφλεί την αποτυχία του εγχειρήματος, τη διενέργεια εκλογών και τη μετάβαση της εξουσίας σε ένα μπλοκ αριστερών δυνάμεων με απροσδιόριστη οικονομική πολιτική.
Η οικονομία είναι πρωτίστως κλίμα κι εμπιστοσύνη. Κι η κυβέρνηση Σαμαρά, που από χθες υλοποιεί το «μεγαλεπήβολο» σχέδιο για εκλογή προέδρου Δημοκρατίας και παράταση του βίου της στο όνομα της «πολιτικής σταθερότητας», έδωσε στην αγορά την ευκαιρία να δείξει ότι δεν της έχει καμία εμπιστοσύνη.