Το μεγάλο αγκάθι στις σχέσεις Ελλάδας- δανειστών

Η συνεδρίαση του Eurogroup που είναι σε εξέλιξη, λειτούργησε ως «σκοτσέζικο ντους» για την ελληνική κοινή γνώμη.

Του Διαμαντή Α. Σεϊτανίδη


Μετά το έκτακτο Eurogroup και τη Σύνοδο Κορυφής της περασμένης εβδομάδας, η ελληνική κοινή γνώμη βομβαρδίστηκε με πληροφορίες, ειδήσεις και φήμες ότι περίπου «όλα θα τελειώσουν τη Δευτέρα 16/2/15», δηλαδή σήμερα. Σε αυτό συνέτεινε τόσο η έλλειψη εμπειρίας από τη νέα ελληνική κυβέρνηση, που ανέχτηκε (αν δεν καλλιέργησε) αυτό το θετικό κλίμα, σε μια προσπάθεια να διασκεδάσει τις εντυπώσεις για πιθανό ναυάγιο των συνομιλιών, όσο και η συμπεριφορά μερίδας των Μέσων Ενημέρωσης, που θέλησαν να καλλιεργήσουν μια εικόνα ευφορίας, που θα λειτουργούσε υπέρ της κυβέρνησης.

Πρώτη η κυβέρνηση κατάλαβε ότι η υπεραισιοδοξία, συνιστά λάθος δρόμο. Κι από την Πέμπτη, φρόντισε να γυρίσει «κατά μοίρες» τη ρότα του «όλα τελειώνουν τη Δευτέρα». Οι δυσκολίες, οι τριβές, οι διαφωνίες κυριάρχησαν έναντι της αντίληψης «όλα καλά». Το Χρηματιστήριο ακόμα δεν είχε προεξοφλήσει το μέγεθος των δυσκολιών την Παρασκευή 13/2, γι αυτό και συνέχισε το ανοδικό σερί. Σήμερα, που η αίσθηση των διαφωνιών είναι κυρίαρχη, πέφτει πολύ, όσο πολύ ανέβαινε στις προηγούμενες ημέρες. Όπως έχουμε πει και γράψει πολλές φορές, αυτό τον καιρό η χρηματαγορά παρακολουθεί την πολιτική και αντιδρά ανάλογα με τις πολιτικές εξελίξεις.

Γιατί, όμως, από την αντίληψη ότι όλα πάνε κατ' ευχήν, περάσαμε στην αίσθηση των δυσκολιών; Αφού όλοι λένε ότι τα τεχνικά κλιμάκια δεν διαπραγματεύονται, απλώς καταγράφουν σημεία σύγκλισης κι απόκλισης, κι αφού από τη Σύνοδο Κορυφής έως σήμερα δεν υπήρξε άλλη σύγκλιση ευρωπαϊκού οργάνου, πώς εξηγείται ότι άλλαξε το κλίμα;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, μας φέρνει στην καρδιά του προβλήματος που έχει η νέα ελληνική κυβέρνηση με τους δανειστές μας. Οι δυο πλευρές μιλούν άλλη γλώσσα. Άλλη εμείς, άλλη αυτοί.

Εμείς, η Ελλάδα, κτυπημένη βάναυσα στο κοινωνικό σώμα από την τεράστια κρίση και την πολυετή ύφεση, έχει μεγάλη ανάγκη από δυο πράγματα: Ανάσα για να οργανωθεί η επανεκκίνηση της οικονομίας και αίσθηση αξιοπρέπειας. Επίσης, η ελληνική κυβέρνηση λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη της το πανευρωπαϊκό εύρος της πολιτικής που ακολουθεί στις διαπραγματεύσεις. Ευρωπαϊκοί λαοί γεμίζουν τις πλατείες των χωρών τους, για να υποστηρίξουν την κυβέρνηση Τσίπρα και να πιέσουν τη δική τους κυβέρνηση να τερματίσει τη λιτότητα. Κι όλοι ξέρουμε ότι την πιο σκληρή στάση έναντι της Ελλάδας έχουν οι χώρες, στις οποίες στήνονται κάλπες τους επόμενους μήνες. Γιατί; Διότι η πολιτική της λιτότητας, θα ηττηθεί κι εκεί, αν η Ελλάδα του Τσίπρα «δεν πάρει ένα καλό μάθημα». Εμείς, λοιπόν, ζητούμε νέα συμφωνία («γέφυρα») κι επειδή δεν μπορούμε να την επιβάλουμε παρακολουθώντας «κατά γράμμα» τα κείμενα που έχουμε συμφωνήσει παλαιότερα, ζητούμε πολιτική διαπραγμάτευση.

Από την άλλη μεριά, οι δανειστές μας, θεωρούν ότι δεν πρέπει να προσχωρήσουν σε «άλλη μια παράλογη απαίτηση της Ελλάδας» γιατί αμέσως μετά θα ακολουθήσουν το παράδειγμα τέτοιων απαιτήσεων κι άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Κάποιοι από τους εταίρους μας θυμούνται και θυμίζουν ότι «από το 1981 οι Έλληνες παίρνουν το ένα πακέτο σύγκλισης μετά το άλλο, αλλά ούτε σύγκλιση έχουν καταφέρει, ούτε να ζητούν πράγματα εκτός συμφωνιών έχουν σταματήσει». Συνεπώς, δεν είναι διατεθειμένοι να πάνε σε πολιτική διαπραγμάτευση, που θα σημάνει νέα επιμήκυνση του χρόνου που «οι άλλοι Ευρωπαίοι φορολογούνται, για να εισπράττουν οι Έλληνες».

Μιλάμε άλλη γλώσσα. Στο σημερινό Eurogroup οι πιθανότητες συμφωνίας δεν ξεπερνούν το 10% γιατί εμείς δεν μπορούμε να τεκμηριώσουμε τα αιτήματά μας πάνω σε ό,τι έχει συμφωνηθεί ως τώρα, κι οι δανειστές μας δεν θέλουν να κάνουν πολιτική διαπραγμάτευση. Γι αυτό και οι προσπάθειες που γίνονταν μέχρι την έναρξη της συνεδρίασης, ήταν με «διατυπώσεις» να συνθέσουν δυο διαμετρικά αντίθετες στρατηγικές.

Για να βρεθεί κοινή γλώσσα συνεννόησης, χρειάζεται διάθεση και χρόνος. Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι υπάρχει το πρώτο, χρόνος δεν υπάρχει...

Σχετικές ειδήσεις