Βέττας (Economist): Η αβεβαιότητα προκαλεί τριβές και μη ανατρέψιμες εμπλοκές
Ειδικότερα, ο κ. Βέττας ανέφερε ότι υπάρχει μπροστά στην ελληνική και την ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική ένα δίλημμα που είναι κρίσιμο αλλά ξεκάθαρο. Παρά το ότι η εφεξής καθυστέρηση θα δυσχεραίνει περισσότερο τις διαδικασίες, η εικόνα παραμένει σαφής και η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σε μια τεράστια ευκαιρία.
H δυνατότητα μιας θετικής εξέλιξης θα ενδυναμωθεί αν η οικονομική πολιτική για το υπόλοιπο του έτους θέσει και επιτύχει δυο ενδιάμεσους στόχους. Ο ένας είναι ότι κάθε επιμέρους μέσο πολιτικής πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με την επίτευξη γα το τρέχον έτος ενός υψηλού ρυθμού ανάπτυξης - ακόμη και αν ο αρχικός στόχος για ανάπτυξη κοντά στο 3% δεν είναι πλέον εφικτός, θα μπορούσε να επιδιωχθεί υπό όρους ένας ρυθμός στην περιοχή του 2%. Δεύτερον, το συντομότερο δυνατό, μείωση της αβεβαιότητας, διασαφήνιση προθέσεων και αναζήτηση συναινέσεων, είπε ο κ. Βέττας.
«Εφόσον η ελληνική οικονομία είναι ακόμη αποκομμένη από τις αγορές θα πρέπει να υπάρξει πρόγραμμα σε συμφωνία με την ευρωζώνη. Το πρόγραμμα αναγκαστικά θα πρέπει να συνοδεύεται από όρους. Αυτά είναι τα προφανή δεδομένα. Το ερώτημα είναι ποιοι όροι είναι κατάλληλοι και θα πρέπει να απαντηθεί με βάση την εμπειρία των τελευταίων ετών», ανέφερε ο κ. Βέττας.
Το πρόγραμμα που μπορεί να επαναφέρει την Ελλάδα σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης θα πρέπει να έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά, σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή του ΙΟΒΕ.
Πρώτον, έμφαση σε βαθιές μεταρρυθμίσεις και όχι σε επιπλέον δημοσιονομική προσαρμογή, χωρίς βέβαια να υπάρξει οπισθοδρόμηση.
Δεύτερον, η έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην πραγματική απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών και στην δραστική απλούστευση των διαδικασιών στη δημόσια διοίκηση.
Ο συνδυασμός των δύο αποτελεί το καλύτερο, για την ακρίβεια το μόνο, υπόβαθρο και για την καταπολέμηση της διαφθοράς.
Τρίτον, η ποιότητα στην απονομή δικαιοσύνης και στο εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να συγκλίνει τουλάχιστον στον μέσο όρο της Ευρώπης.
Τέταρτον, την προστασία και υποστήριξη των πραγματικά αδύναμων στην ελληνική κοινωνία, σημείο στο οποία υπήρχαν κακές επιδόσεις ακόμη και πριν την κρίση.
Πέμπτον, η «ιδιοκτησία» του προγράμματος πρέπει να ανήκει στην Ελληνική κυβέρνηση, η οποία θα πρέπει να επιδιώξει γύρω από αυτό της ευρύτερη δυνατή συναίνεση. Οι κεντρικοί στόχοι θα είναι σαφείς και κοινά συμφωνημένοι αλλά η επιλογή των επιμέρους πολιτικών θα είναι ευθύνη όσων θα τις εφαρμόσουν στην πράξη.
Έκτον, η ευρωπαϊκή πλευρά θα πρέπει να υποβοηθήσει ένα επενδυτικό κύμα, που θα αναπτυχθεί σε βάθος τριετίας.
Έβδομον, οι πιστωτές θα πρέπει εγγυηθούν ρητά ότι, όσο η ελληνική πλευρά επιδεικνύει πρόοδο στο μεταρρυθμιστικό πεδίο, το βάρος της εξυπηρέτησης του χρέους προς αυτούς δεν θα αυξηθεί ακόμη και σε μεταγενέστερο χρόνο.
«Η ελληνική οικονομία έχει διανύσει, φυσικά με τεράστιο κόστος, μια πολύ σημαντική διαδρομή για να επιτύχει τη σταθεροποίηση που ήταν απαραίτητη. Η σημερινή διαπραγμάτευση της Ελληνικής κυβέρνησης με τους εταίρους δεν θα ήταν εφικτή, και θα γίνονταν με πολύ δυσμενέστερους όρους, αν δεν είχε προηγηθεί η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος και η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών κατά το 2013-14. Αυτά, με τη σειρά τους, δεν θα μπορούσαν να είχαν επιτευχθεί χωρίς να έχει προηγηθεί το PSI, το 2012. To PSI, πάλι, δεν θα ήταν δυνατό χωρίς το πρώτο μνημόνιο και την ένταξη της Ελλάδας σε πρόγραμμα, το 2010. Βρισκόμαστε λοιπόν στον κρίσιμο κρίκο μιας αλυσίδας που απέτρεψε την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία, με πολύ μεγάλο φυσικά κόστος για τους Έλληνες που το δέχτηκαν κατανοώντας το σχετικά πολύ υψηλότερο κόστος που θα είχαν μεσοπρόθεσμα οι εναλλακτικές.
Δεν ισχυρίζομαι βέβαια ότι όλα πήγαν καλά στα οικονομικά προγράμματα των τελευταίων ετών, το αντίθετο ισχύει. Αλλά, θα πρέπει να διορθωθούν αυτά δεν θα πήγαν καλά και να μην υπάρξει οπισθοδρόμηση εκεί που υπήρξε πρόοδος. Ειδικότερα, από το σημείο δημοσιονομικής σταθεροποίησης στο οποίο βρισκόμαστε, και χωρίς εκεί να υπάρξει οπισθοδρόμηση, το επείγον ζητούμενο είναι να πλέον να επιταχυνθούν οι επενδύσεις, η ανάπτυξη και η δημιουργία θέσεων εργασίας. Η προσαρμογή που πλέον απαιτείται είναι πολύ μικρότερη από αυτή που έχει προηγηθεί και πρέπει και μπορεί να επιτευχθεί με μέτρα που θα είναι κατεξοχήν αναπτυξιακά και θα ευνοούν το μεγάλο πλήθος των νοικοκυριών και επιχειρήσεων, αυτών τουλάχιστον που σέβονται τους νόμους» ανέφερε επίσης ο κ.Βέττας.