Βαρουφάκης: Η Ελλάδα αντιμετωπίζει νομισματική ασφυξία
ΑΙΧΜΕΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΣΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΔΙΑΛΛΑΚΤΗ ΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΜΟΝΗ ΣΤΗΝ ΑΓΡΙΑ ΛΙΤΟΤΗΤΑ
Ο κ. Βαρουφάκης μέσω άρθρου του στο project-syndicate.org αναλύει τους λόγους για τους οποίους η εν εξελίξει διαπραγμάτευση δεν έχει καταλήξει, για την ώρα, σε συμφωνία, επιδιώκοντας ταυτόχρονα να αντιστρέψει την διάχυτη εκτίμηση των διεθνών ΜΜΕ περί καθυστερήσεων από πλευράς της ελληνικής κυβέρνησης.
Ο κ. Γιάνης Βαρουφάκης υποστηρίζει ότι βασική αιτία είναι η επιμονή των πιστωτών σε μεγαλύτερη λιτότητα και η αδιάλλακτη στάση που τηρούν.
Ο υπουργός Οικονομικών τάσσεται υπέρ της εφαρμογής ενός προγράμματος οικονομικών μεταρρυθμίσεων, το οποίο περιλαμβάνει ιδιωτικοποιήσεις αλλά και άνοιγμα «κλειστών» επαγγελμάτων, ωστόσο απορρίπτει εκ νέου την επιβολή μέτρων λιτότητας.
Ακολουθεί το πλήρες άρθρο του κ. Βαρουφάκη:
«Μία κοινή πλάνη διαπνέει την κάλυψη των διαπραγματεύσεων μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των δανειστών από τα διεθνή ΜΜΕ.
Η πλάνη αυτή, που φάνηκε ξεκάθαρα σε πρόσφατο σχόλιο του Philip Stephens των Financial Times, είναι ότι 'η Αθήνα είναι ανίκανη ή απρόθυμη -ή και τα δύο- να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων'.
Από τη στιγμή που η πλάνη αυτή παρουσιάζεται ως γεγονός, είναι επόμενο η κάλυψη να υπογραμμίζει πως η κυβέρνησή μας, σύμφωνα με τα λόγια του Stephen's, 'σπαταλά την εμπιστοσύνη και την καλή θέληση των εταίρων της στην Ευρωζώνη'.
Όμως η πραγματικότητα των συζητήσεων είναι πολύ διαφορετική. Η κυβέρνησή μας είναι πρόθυμη να εφαρμόσει μία ατζέντα που περιλαμβάνει όλες τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις στις οποίες δίνουν έμφαση τα ευρωπαϊκά οικονομικά think tanks. Επιπλέον είμαστε οι μόνοι που μπορούν να εξασφαλίσουμε την υποστήριξη της ελληνικής κοινής γνώμης σε ένα υγιές οικονομικό πρόγραμμα.
Σκεφτείτε τι σημαίνει αυτό: Μία ανεξάρτητη φοροεισπρακτική αρχή, λογικά πρωτογενή πλεονάσματα σε μόνιμη βάση, ένα λογικό και φιλόδοξο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, σε συνδυασμό με έναν οργανισμό ανάπτυξης που εκμεταλλεύεται τη δημόσια περιουσία για να δημιουργήσει επενδυτικές ροές, μια πραγματική συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση που θα διασφαλίσει την σταθερότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης σε βάθος χρόνου, απελευθέρωση των αγορών αγαθών και υπηρεσιών κλπ.
Οπότε, αν η κυβέρνησή μας είναι πρόθυμη να ασπαστεί τις μεταρρυθμίσεις που προσδοκούν οι εταίροι μας, γιατί οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν καταλήξει ακόμα σε συμφωνία; Το πρόβλημα είναι απλό: Οι πιστωτές της Ελλάδας επιμένουν σε ακόμα περισσότερη λιτότητα για αυτό τον χρόνο αλλά και στη συνέχεια -μία προσέγγιση που εμποδίζει την ανάκαμψη και την ανάπτυξη, επιδεινώνει τον κύκλο χρέους - αποπληθωρισμού, και, εν τέλει, διαβρώνει την προθυμία και τη δυνατότητα της Ελλάδας να εφαρμόσει την μεταρρυθμιστική ατζέντα που τόσο απελπισμένα χρειάζεται η χώρα. Η κυβέρνησή μας δεν μπορεί -και δεν θα το κάνει- να αποδεχτεί μια θεραπεία που έχει αποδειχτεί στη διάρκεια πέντε ετών ότι είναι χειρότερη από την ασθένεια.
Η επιμονή των πιστωτών μας σε περισσότερη λιτότητα είναι διακριτική αλλά σταθερή. Μπορεί να εντοπιστεί στην απαίτησή τους η Ελλάδα να διατηρήσει μη βιώσιμα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα (μεγαλύτερα του 2% του ΑΕΠ το 2016 και του 2,5%, ή ακόμα και του 3% για κάθε έτος από τότε και στο εξής).
Για να το πετύχουμε αυτό, υποτίθεται ότι πρέπει να αυξήσουμε την επιβάρυνση του ΦΠΑ στον ιδιωτικό τομέα, να κόψουμε τις ήδη μειωμένες συντάξεις σε όλα τα ταμεία, και να ισοσταθμίσουμε την χαμηλή πρόοδο των ιδιωτικοποιήσεων (που οφείλεται στη συμπίεση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων) με «ισοδύναμα» μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Η άποψη ότι η Ελλάδα δεν έχει προχωρήσει σε επαρκή δημοσιονομική εξυγίανση δεν είναι απλά λάθος: είναι παράλογη. Τα συνοδευτικά στοιχεία δεν επιβεβαιώνουν απλώς αυτό το γεγονός. Απαντάει επίσης συνοπτικά στην ερώτηση γιατί η Ελλάδα δεν τα κατάφερε τόσο καλά, όπως, για παράδειγμα, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Κύπρος τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του 2008. Όπως οι υπόλοιπες χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης, η Ελλάδα υποβλήθηκε σε τουλάχιστον διπλή λιτότητα. Δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο από αυτό.
Λίγο μετά την πρόσφατη εκλογική νίκη του πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο καλός μου φίλος κ. Norman Lamont, ένας πρώην υπουργός Οικονομικών, υπογράμμισε ότι η ανάκαμψη της οικονομίας του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει τις θέσεις της κυβέρνησής μας.
Πίσω στο 2010, ο ίδιος υπενθύμισε, η Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετώπισαν δημοσιονομικά ελλείμματα λίγο πολύ του ίδιου μεγέθους (ως προς το ΑΕΠ). Η Ελλάδα επέστρεψε σε πρωτογενή πλεονάσματα (χωρίς να υπολογίζεται η αποπληρωμή των τόκων) το 2014, ενώ η κυβέρνηση της Βρετανίας προσαρμόζεται πολύ πιο αργά και ακόμη δεν έχει επιστρέψει σε πλεονάσματα.
Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα αντιμετωπίζει νομισματική στενότητα (που πρόσφατα έχει μετατραπεί σε νομισματική ασφυξία), σε αντίθεση με το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου η Τράπεζα της Αγγλίας υποστήριξε κάθε βήμα της κυβέρνησης. Το αποτέλεσμα είναι ότι η Ελλάδα συνεχίζει να βρίσκεται σε τέλμα, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο αναπτύσσεται γοργά.
Δίκαιοι παρατηρητές των διαπραγματεύσεων των τεσσάρων τελευταίων μηνών μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της δεν μπορούν παρά να καταλήξουν σε ένα απλό συμπέρασμα:
Το μεγαλύτερο σημείο τριβής, το μόνο που δεν επιτρέπει τη σύναψη συμφωνίας, είναι η επιμονή των πιστωτών σε ακόμα μεγαλύτερη λιτότητα, ακόμα και σε βάρος της μεταρρυθμιστικής ατζέντας που η κυβέρνησή μας είναι πρόθυμη να εφαρμόσει.
Ξεκάθαρα, η απαίτηση των δανειστών μας για περισσότερη λιτότητα δεν έχει καμία σχέση με αμφιβολίες σχετικά με μια πραγματική μεταρρύθμιση ή το προχώρημα της Ελλάδας σε μια βιώσιμη δημοσιονομική πορεία.
Το πραγματικό τους κίνητρο είναι ένα ερώτημα, που καλύτερο είναι να αφεθεί στους ιστορικούς του μέλλοντος -που, δεν έχω καμία αμφιβολία, θα αντιμετωπίσουν το μεγαλύτερο μέρος της κάλυψης από τα ΜΜΕ με σκεπτικισμό».