Σόιμπλε: Το δημοψήφισμα είχε αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που κάνει σήμερα η ελληνική κυβέρνηση
«Υπάρχει ακόμη κάποιο περιθώριο», δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αναφερόμενος στο ενδεχόμενο επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής του ελληνικού χρέους και σημείωσε ότι τα 32,5 χρόνια που ορίζει το τρίτο πρόγραμμα δεν αποτελούν το ανώτατο όριο. Παράλληλα τόνισε ότι το ελληνικό δημοψήφισμα είχε αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που κάνει σήμερα η ελληνική κυβέρνηση.
Υπάρχουν «κάποια περιθώρια» επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής των δανείων
«Είχαμε ήδη στο δεύτερο πρόγραμμα, το οποίο η Ελλάδα δεν μπόρεσε δυστυχώς να ολοκληρώσει, χρόνο αποπληρωμής τα 32,5 χρόνια. Τώρα έχουμε συμφωνήσει την ίδια διάρκεια. Αυτό είναι ήδη εξαιρετικά γενναιόδωρο. Περισσότερο καθοριστικό όμως είναι το πόσο πρέπει μια χώρα κάθε χρόνο να πληρώνει για τόκους και αποπληρωμή του χρέους. Εδώ λέγεται ότι, αν συνολικά αυτά τα δύο δεν υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ ετησίως, τότε αυτό είναι ακόμη βιώσιμο. Και αυτό το όριο η Ελλάδα για τα επόμενα δέκα χρόνια δεν θα το υπερβεί», δήλωσε ο κ. Σόιμπλε σε συνέντευξή του στο δεύτερο κανάλι της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ZDF και επισήμανε ότι πάνω σε αυτή τη βάση οι Θεσμοί και μετά το Eurogroup θα μιλήσουν τον Οκτώβριο με το ΔΝΤ, ενώ «θα δούμε αν τα πρώτα μέτρα, τα οποία θέλουμε να λάβουμε ήδη αυτή την εβδομάδα, θα οδηγήσουν την οικονομία έξω από αυτή την στασιμότητα που δημιουργήθηκε λόγω της καθυστέρησης από την αρχή του έτους».
Ο κ. Σόιμπλε εξέφρασε μάλιστα την πεποίθηση ότι «θα καταλήξουμε σε κοινή αξιολόγηση και ότι το ΔΝΤ θα συμμετάσχει στο πρόγραμμα, όπως το έχουμε καθορίσει ως απαραίτητη προϋπόθεση». Υπάρχει ακόμη «κάποιο περιθώριο, τα 32,5 χρόνια δεν είναι το απόλυτο ανώτατο όριο, αλλά είναι σαφές και ότι ούτε τα 100 χρόνια θα ακούγονταν πειστικά», πρόσθεσε.
Απαντώντας σε ερώτηση αν αυτό το πρόγραμμα θα είναι το τελευταίο για την Ελλάδα, ο γερμανός υπουργός Οικονομικών επανέλαβε ότι «εάν η Ελλάδα εφαρμόσει όλα αυτά που έχουν συμφωνηθεί, τότε το σκεπτικό του προγράμματος για τα επόμενα τρία χρόνια είναι τέτοιο που θα πρέπει κανονικά να φέρει την Ελλάδα σε βιώσιμο δρόμο ώστε να μπορεί να χρηματοδοτηθεί μόνη της από τις αγορές, χωρίς τις εγγυήσεις του ΕΜΣ». Τόνισε ωστόσο ότι «δεν μπορούμε να αποκλείσουμε καμία εξέλιξη για το μέλλον», για να επισημάνει ότι «αυτό που μπορούμε να πούμε αξιόπιστα είναι ότι αυτό που κάνουμε τώρα εδώ, αυτό για το οποίο έχει δεσμευτεί η Ελλάδα και το οποίο ήδη έχει υλοποιήσει σε μεγάλο βαθμό μέσω αποφάσεων της Βουλής, έχει υπολογιστεί σοβαρά».
Κληθείς να απαντήσει τι τον κάνει να πιστεύει ότι μπορεί τώρα να εμπιστευθεί τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Αλέξη Τσίπρα, ο γερμανός υπουργός Οικονομικών έκανε λόγο για «αξιοσημείωτες αλλαγές» και πρόσθεσε: «Εκτός αυτού, φτιάξαμε το πρόγραμμα με τέτοιο τρόπο ώστε, όπως και στο παρελθόν, να κοιτάζουμε πολύ προσεκτικά την υλοποίηση των υποσχέσεων. Για αυτό πάντα θα πηγαίνει βήμα-βήμα. Και είδατε ότι υπήρξαμε συνεπείς όταν λέγαμε ότι το δεύτερο πρόγραμμα δεν θα ολοκληρωθεί. Αυτό θα ισχύει και για το μέλλον. Αν η Ελλάδα δεν υλοποιήσει αυτά που έχει δεσμευθεί, τότε δεν θα ολοκληρωθεί επιτυχώς το πρόγραμμα».
Ακόμη και ο ιταλός υπουργός Οικονομικών, συνέχισε ο κ. Σόιμπλε, είχε μείνει έκπληκτος από το γεγονός ότι 15 υπουργοί ήταν της ίδιας άποψης με τον γερμανό υπουργό και μόνο τρεις είχαν διαφορετική άποψη. «Δεν φέραμε την Ευρώπη στο χείλος του γκρεμού, αλλά καταστήσαμε σαφές ότι η Ευρώπη βασίζεται στην εμπιστοσύνη και στην αλληλεγγύη και ότι πρέπει να τηρούμε κανόνες που έχουμε συμφωνήσει οι ίδιοι. Όταν δεν το κάνουμε, υπονομεύουμε την εμπιστοσύνη και τότε χάνουμε την στήριξη για την ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, όχι μόνο σε μια χώρα, αλλά σε όλες», τόνισε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, για να προσθέσει χαρακτηριστικά:
«Φανταστείτε τη μέρα που διεξήγαγε η Ελλάδα το δημοψήφισμα – το οποίο, παρεμπιπτόντως, είχε ως αποτέλεσμα το αντίθετο από αυτό που κάνει σήμερα η ελληνική κυβέρνηση – να είχαμε κάνει και στα υπόλοιπα 18 κράτη - μέλη της Ευρωζώνης δημοψηφίσματα για το ίδιο θέμα. Όχι. Εάν η Ευρώπη θέλει να εκπληρώσει την αποστολή της, πρέπει να πιέσουμε ώστε όλοι να τηρούν τους κανόνες και τις συμφωνίες. Όποιος δεν μπορεί, τον βοηθούμε. Αλλά πρώτα πρέπει να προσπαθήσει να κάνει αυτό που μπορεί».
Κληθείς να ανακαλέσει την καλύτερή ανάμνησή του από την συνεργασία με τον πρώην υπουργό Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη, ο κ. Σόιμπλε δήλωσε ότι είχε «πολλές καλές συζητήσεις μαζί του» και σημείωσε ότι θα αναφερόταν με κάποια χαιρεκακία στο γεγονός ότι «στο τέλος της καριέρας του ως μεγάλου σταρ των μίντια, τρία μεγάλα γερμανικά περιοδικά του αφιέρωσαν ταυτόχρονα τα κεντρικά τους θέματα – αυτό δεν ήταν καλό, ούτε για τα περιοδικά».
Ερωτηθείς εάν σκέφτηκε κάποια στιγμή να παραιτηθεί λόγω διαφωνίας με την Άγγελα Μέρκελ στην διαχείριση της ελληνικής κρίσης, ο κ. Σόιμπλε έκανε λόγο για παρανόηση των ΜΜΕ: «Δεν σκέφτηκα την παραίτηση. Πρέπει απλώς να διαβάζει κανείς το τι έχει ειπωθεί και να μην μεταδίδει λάθος ειδήσεις ή λάθος ερμηνείες. Ετέθη το ερώτημα αν η Καγκελάριος και ο υπουργός Οικονομικών έχουν την ίδια άποψη. Εγώ είπα ότι ο καθένας έχει την δική του ευθύνη, αλλά βεβαίως η Καγκελάριος είναι η Καγκελάριος. Οι αποφάσεις διαμορφώνονται από κοινού. Αυτή είναι η αποστολή των υπουργών, αλλά αν δεν μπορεί κάποιος να το στηρίξει, δεν χρειάζεται να συμμετέχει. Είμαι με μεγάλη ευχαρίστηση σε αυτή την κυβέρνηση και ποτέ δεν είπα κάτι διαφορετικό». Επιπλέον, σχολιάζοντας τον χαρακτηρισμό «Καγκελάριος της λογικής» που του αποδόθηκε από πολλά γερμανικά ΜΜΕ, ο κ. Σόιμπλε δήλωσε: «Μάλλον κάτι δεν κατάλαβαν σωστά. Η Καγκελάριος είναι η Άγγελα Μέρκελ και είναι εξαιρετικά επιτυχημένη και εξαιρετικά σεβαστή στο εσωτερικό και στο εξωτερικό».