Το ΔΝΤ δεν μπορεί να κάνει πίσω στη χρηματοδότηση της Ελλάδας
ME TO ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΑΓΟΡΑΣΤΗΚΕ ΧΡΟΝΟΣ
Με έναν όγκο δανείων περί τα 25 δισ. ευρώ η Ελλάδα είναι αυτή τη στιγμή ο καλύτερος «πελάτης» του ΔΝΤ.
Πρόκειται «με διαφορά για το μεγαλύτερο πρόγραμμα στην ιστορία του», επισήμανε στην DW ο Γιούργκεν Κάιζερ, συντονιστής του συνδέσμου αναπτυξιακής πολιτικής erlassjahr.de.
Από την πλευρά του ο Ρολφ Λανγκχάμερ, οικονομολόγος του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Οικονομίας του Κιέλου, εκτίμησε ότι το ΔΝΤ δεν πρόκειται να αποχωρήσει.
Όπως επισήμανε στην DW, «το σημείο χωρίς επιστροφή έχει ξεπεραστεί κατά πολύ. Το Ταμείο έχει μεγάλες απαιτήσεις και δεν θέλει φυσικά να παραγράψει τα πάντα.
Κατά βάση θα έπρεπε να είχε αποχωρήσει νωρίτερα. Τώρα δεν μπορεί πλέον». Πάντως, το ΔΝΤ έχει θέσει ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή του στο τρίτο ελληνικό πρόγραμμα να καταστεί το χρέος της Ελλάδας βιώσιμο.
Και για να συμβεί αυτό θα πρέπει να απομειωθεί – έστω και με έμμεσο τρόπο, δηλαδή με την αναδιάρθρωσή του.
Η επιμονή στην απομείωση του χρέους βασίζεται σε μια συγκεκριμένη λογική, διευκρίνισε ο Ρολφ Λανγκχάμερ. «Αυτό μας είναι γνωστό από την κρίση χρέους στη Λατινική Αμερική της δεκαετίας του 1980.
Το σύνηθες επιχείρημα ήταν τότε ότι αν υπάρξει κούρεμα χρέους, αυξάνεται η πιθανότητα να εξυπηρετηθούν τα υπόλοιπα χρέη που δεν διαγράφονται».
Το ΔΝΤ έχει πάντως καταστήσει σαφές σε όλους τους τόνους ότι δεν πρόκειται να συμμετάσχει σε ενδεχόμενη απομείωση του ελληνικού χρέους, γεγονός που, όπως εκτίμησε ο Γιούργκεν Κάιζερ, ενδέχεται να προκαλέσει τη δυσφορία των υπόλοιπων πιστωτών της Ελλάδας και να αναγκάσει τη γενική διευθύντρια του Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ να δώσει εξηγήσεις.
Σε ό,τι αφορά τη συμφωνία για το τρίτο ελληνικό πρόγραμμα, σύμφωνα με το δημοσίευμα της DW, ο Γερμανός αναλυτής εκτίμησε ότι με αυτό απλά «εξαγοράστηκε χρόνος».
Oπως σχολίασε κλείνοντας, «τα περίφημα προγράμματα που πρέπει να εφαρμόσει η Ελλάδα κάτω από έναν παράλογο εξαναγκασμό είναι το ίδιο ανεδαφικά με αυτά που της επιβάλλονται τα τελευταία πέντε χρόνια, με τη μόνη διαφορά ότι οι Ευρωπαίοι μπορούν τώρα να παρεμβαίνουν λίγο πιο άμεσα».