Η κυβέρνηση θεωρεί πλούσιους τους μισθωτούς των 1.500 ευρώ
Αρνούμενη να βάλει το δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων και να χτυπήσει τη φοροδιαφυγή και τις υπέρογκες κρατικές σπατάλες η κυβέρνηση στρέφεται για άλλη μια φορά στους μισθωτούς που έχουν εργασία, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι είναι αυτοί που στηρίζουν την ελληνική οικονομία και την αγορά προωθώντας το χρήμα στην κατανάλωση.
Με τη βαριά φορολογία που σχεδιάζει το οικονομικό επιτελείο θα βάλει ταφόπλακα στην πραγματική οικονομία και θα βυθίσει ακόμα περισσότερο στην ύφεση, όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Οι σχεδιασμοί του υπουργείου Οικονομικών, που θα μετουσιωθούν σε αποφάσεις μετά τη διαπραγμάτευση με την τρόικα στα μέσα Οκτωβρίου, πιστοποιούν για άλλη μια φορά ποιους θεωρούν πλούσιους στην κυβέρνηση. Είναι οι φορολογούμενοι που έχουν ετήσιο εισόδημα άνω των 25.000 ή 30.000 ευρώ, δηλαδή των φορολογουμένων που έχουν καθαρό εισόδημα από 1.500 ευρώ και πάνω.
Όπως γράφει και η εφημερίδα "Κεφάλαιο", τα σενάρια που εξετάζουν στο υπουργείο Οικονομικών αναφορικά με τη φορολογική κλίμακα των μισθωτών και συνταξιούχων προβλέπουν την αύξηση, έστω και οριακή, του έμμεσου αφορολόγητου ορίου των 9.550 ευρώ, με παράλληλη και σημαντική αύξηση όμως του φορολογικού βάρους για όσους έχουν ετήσιο εισόδημα άνω των 25.000 ή 30.000 ευρώ.
Η σημερινή κλίμακα για φορολόγηση των μισθών περιλαμβάνει τρία κλιμάκια με συντελεστές 22% (για εισόδημα έως 25.000), 32% (για το κλιμάκιο από 25.000 έως 42.000) και 42% για τα εισοδήματα άνω των 42.000 ευρώ. Στο ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση την κλίμακα γίνεται έκπτωση φόρου έως 2.100 ευρώ ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος (ολόκληρη έως τα 21.000 ευρώ και μειώνεται κατά 100 ευρώ για κάθε επιπλέον 1.000 ευρώ εισοδήματος). Η έκπτωση μηδενίζεται για εισόδημα άνω των 42.000 ευρώ. Για παράδειγμα, μισθωτός με καθαρό εισόδημα 17.000 ευρώ με βάση την κλίμακα ο φόρος που προκύπτει είναι 3.740 ευρώ. Η μείωση του φόρου του είναι 2.100 ευρώ, άρα ο τελικός του φόρος είναι 1.640 ευρώ. Για μισθωτό με ετήσιο εισόδημα έως 9.550 ευρώ ο φόρος που προκύπτει με την κλίμακα μηδενίζεται και έτσι υπάρχει έμμεσο αφορολόγητο όριο το οποίο, όμως, μειώνεται όσο αυξάνεται το εισόδημα και φορολογούμενοι με ετήσιο εισόδημα άνω των 42.000 ευρώ φορολογούνται για το σύνολο του εισοδήματός τους χωρίς ούτε ένα ευρώ αφορολόγητο.
Στην παραπάνω κλίμακα μελετάται το έμμεσο αφορολόγητο όριο να αυξηθεί έως και τα 12.000 ευρώ και το δημοσιονομικό κόστος από αυτήν την αύξηση να καλυφθεί με αύξηση του φορολογικού βάρους για τα εισοδήματα άνω των 25.000 ή 30.000 ευρώ. Αυτό εξετάζεται να γίνει με την αύξηση της έκπτωσης φόρου για όσους έχουν εισόδημα έως 12.000 ευρώ και το "σβήσιμο" της έκπτωσης φόρου σε πολύ χαμηλότερο όριο εισοδήματος από τα 42.000 ευρώ που "σβήνει" σήμερα, καθώς και με την αύξηση του ανώτατου συντελεστή ή τη μεταφορά του σε χαμηλότερο όριο εισοδήματος. Για παράδειγμα, ο συντελεστής 42% μπορεί να αυξηθεί στο 45% ή να μεταφερθεί χαμηλότερα, όπως, για παράδειγμα, στα 35.000 ή 38.000 ευρώ ή συνδυασμός και των δύο.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα φορολόγησης
Σε μισθωτό με ετήσιο εισόδημα 12.000 ευρώ αναλογεί σήμερα με βάση την κλίμακα φορολόγησης φόρος 2.640 ευρώ. Ο φορολογούμενος λαμβάνει την πλήρη έκπτωση φόρου 2.100 ευρώ και του αναλογεί φόρος 540 ευρώ. Για να αυξηθεί το αφορολόγητο όριο στα 12.000 ευρώ η έκπτωση φόρου θα αυξηθεί στα 2.640 ευρώ. Ωστόσο, δεν θα εξανεμίζεται στα 42.000 ευρώ αλλά πολύ χαμηλότερα, δηλαδή στα 25.000 ή 30.000 ευρώ. Για παράδειγμα, σε φορολογούμενο που έχει σήμερα ετήσιο εισόδημα 30.000 ευρώ αναλογεί φόρος με βάση την κλίμακα ύψους 7.100 ευρώ. Από τον φόρο αυτό αφαιρείται έκπτωση φόρου 1.200 ευρώ και έτσι προκύπτει φόρος 5.900 ευρώ.
Αν η έκπτωση του φόρου μηδενίζεται στα 30.000 ευρώ, τότε ο φορολογούμενος θα κληθεί να πληρώσει 7.100 ευρώ, δηλαδή 1.200 ευρώ περισσότερα.
Για μισθωτό με ετήσιο εισόδημα 80.000 ευρώ ο φόρος που αναλογεί σήμερα είναι 26.900 ευρώ. Με τη μεταφορά του ανώτατου συντελεστή στα 35.000 ευρώ και την αύξηση του ανώτατου συντελεστή στο 45% ο φόρος που του αναλογεί θα αυξηθεί στα 27.810 ευρώ, δηλαδή 910 ευρώ περισσότερα.