Προσαύξηση περιουσίας; Αν δεν εξηγήσεις... θα το πληρώσεις
της Μαρίνας Πρωτονοταρίου
Εγκύκλιος της ΓΓΔΕ ξεδιαλύνει το τοπίο για τους φορολογικούς ελέγχους και υπενθυμίζει ότι η φορολογική νομοθεσία ορίζει ότι κάθε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία, θεωρείται κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα και φορολογείται ως τέτοια κατά τον έλεγχο, δηλαδή με 33%.
Ωστόσο , στο παρελθόν, δεν χρειαζόταν να δηλώσει έσοδα από τόκους καταθέσεων ή την πώληση εισηγμένων μετοχών και αν με αυτά τα έσοδα προσαύξησε την περιουσία του πρέπει τώρα να αποδείξει ότι δεν έχει κλέψει την εφορία.
Για αυτά τα στοιχεία και άλλα, τα οποία είτε ήταν αφορολόγητα είτε φορολογούνταν με ειδικό τρόπο τώρα πρέπει να αποδεικνύονται από τον φορολογούμενο με τα κατάλληλα νόμιμα δικαιολογητικά, σύμφωνα με τη νέα Εγκύκλιο.
Αν δε τα κεφάλαια που χρηματοδότησαν τη νέα περιουσία προέρχονται από τυχόν περιπτώσεις δωρεών, γονικών παροχών και κληρονομιών, πρέπει να ελέγχεται αν υπήρχε η δυνατότητα από τον δωρητή, τον δανειοδότη, τον παρέχοντα, τον κληρονομούμενο, να καταβάλει ποσά που επικαλείται ο φορολογούμενος, καθώς και αν έχουν καταλογιστεί τα ποσά που προβλέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις (π.χ. τέλη χαρτοσήμου, φόρος γονικής παροχής, φόρος δωρεάς κ.λπ.).
Μεταφορές από λογαριασμό
Με την Εγκύκλιο η ΓΓΔΕ επιχειρεί να μελετήσει και τις κινήσεις από λογαριασμό σε λογαριασμό. Διευκρινίζεται για παράδειγμα ότι αν πάρει ένας φορολογούμενος χρήματα από έναν τραπεζικό λογαριασμό και τα μεταφέρει σε έναν άλλο τραπεζικό λογαριασμό, δεν συνιστούν κατ' ανάγκη φορολογητέο εισόδημα.
'Ομως στην εγκύκλιο ορίζεται ότι στις μεταφορές χρηματικών ποσών μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών εξετάζονται και διερευνάται ο λόγος που πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές μεταφοράς των ποσών αυτών αφού προσκομίσει ο φορολογούμενος τα σχετικά έγγραφα.
Δηλαδή το θέμα που πρέπει να εξετάζεται δεν είναι ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ ανάληψης και κατάθεσης στον ίδιο ή άλλο τραπεζικό λογαριασμό, αλλά αν τα αναληφθέντα ποσά υπερκαλύπτουν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών, έτσι ώστε να μη δικαιολογούνται μεταγενέστερες καταθέσεις ίσου ή άλλου ποσού στον ίδιο ή άλλο λογαριασμό.
Σ' αυτή την περίπτωση μπορεί να αποδειχθεί και να τεκμηριωθεί από τον έλεγχο ότι οι συγκεκριμένες αναλήψεις που έγιναν από τον φορολογούμενο από έναν ή περισσότερους λογαριασμούς δαπανήθηκαν για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί εφικτή η επανακατάθεση των ποσών αυτών σε ίδιους ή άλλους λογαριασμούς.
Επιπλέον, ο έλεγχος κρίνει και τεκμηριώνει εάν πρόκειται ή όχι για «πρωτογενείς καταθέσεις», δηλαδή για ποσά που προέρχονται από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία και δεν προέρχονται από αναλήψεις από άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς.